ISSN: 2241-6692

BLOG

Both Renos Haralampidis (No Budget Story) and the directorial duo Reppas/Papathanasiou (Afstiros Katallilo) have a controversial reputation as filmmakers. They have created films that have been considered cult works—for example, Haralampidis’s Fthina Tsigara/Cheap Smokes(2000) or Reppas/Papathanasiou’s To Klama Vgike apo ton Paradeiso/Crying Silicon Tears (2001)—and have gained their fair share of fame. Their works can be perceived as self-aware postmodern films, as well as “cheap” entertainment. Despite having directed only a few films, Haralampidis has established a recognizable artistic identity, mostly because his films have gained the attention of a specific devoted audience and therefore have been considered cult. On the other hand, Reppas/Papathanasiou are the creators of numerous successful comedies in film and on television, like the commercial hit Safe Sex (1999) or the popular TV series Oi Treis Harites (1990-1992). Moreover, they have made the specific choice of focusing on the cinematic medium itself in the two films I am going to examine. ... More


Spoilers

Μόλις μπήκε ο γιατρός του νησιού στο σπίτι του και βλέπει ότι το σκυλί του δεν ζει πια.
Μόλις ξεκινά ο Αντώνης να τραγουδά το «Τυχερό Αστέρι» του Κωνσταντίνου Βήτα.
Μόλις μπαίνει, για πρώτη φορά, η κυρία Μαρία σε δημόσιο χώρο με εμφανή τα σημάδια της βίας.
Μόλις ξεκινώ το ποστ αυτό που εκκινεί μαζί με το τελευταίο επεισόδιο του Maestro. Με δάκρυα στα μάτια.

Ό,τι ακολουθεί είναι συναισθηματικό και ωμό μαζί με την αναπόφευκτη συνοδεία μιας εικοσαετούς πορείας στο πανεπιστήμιο. ... More


Πώς γράφεται η κινηματογραφική ιστορία μιας χώρας; Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουρες και σίγουροι ότι έχουμε καταφέρει να συμπεριλάβουμε όλα τα πρόσωπα και γεγονότα, όπως αρμόζει; Στην περίπτωση της ιστορίας του ελληνικού κινηματογράφου, μπορούμε εύκολα να εντοπίσουμε ένα σημαντικό κενό που δημιουργείται από την αποσιώπηση των γυναικών δημιουργών για δεκαετίες. Η Μαρία Πλυτά, η πρώτη Ελληνίδα σκηνοθέτρια, είναι μία από αυτές. Για τον λόγο αυτό, η απουσία της από τον Κανόνα της ελληνικής κινηματογραφίας υπογραμμίζει την ανάγκη για την ανάδειξη, μελέτη και διατήρηση αυτού του σημαντικού κομματιού της πολιτισμικής κληρονομιάς της χώρας μας.

Στις 7 Νοεμβρίου 2022 πραγματοποιήθηκε η πρώτη ημερίδα για τη Μαρία Πλυτά, την «άγνωστη» του ελληνικού κινηματογράφου, η οποία διοργανώθηκε από το Εργαστήριο Μελέτης Ελληνικού Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (ΕΜΕΚΤ) και φιλοξενήθηκε στο 63ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. ... More


Εισαγωγή

Το 1981 κυκλοφορεί η ταινία Possession του πολωνού σκηνοθέτη Andrzej Zulawski. Η ιστορία της ταινίας εκτυλίσσεται στο δυτικό Βερολίνο. Ο Mark (Sam Neill), πράκτορας μυστικών υπηρεσιών, επιστρέφοντας στο σπίτι του, έρχεται αντιμέτωπος με το αίτημα της γυναίκας του Anna (Isabelle Adjani) να φύγει. Στην πορεία ανακαλύπτει ότι η Anna έχει εραστή και γίνεται βίαιος απέναντί της στην προσπάθειά του να την κρατήσει, ενώ ο μικρός γιος τους λειτουργεί στη συνέχεια ως ένα παράλληλο διαρκές επίδικο. Ο Mark επιστρατεύει έναν ντετέκτιβ για να την παρακολουθήσει, ο οποίος καταλήγει στο σπίτι που διαμένει η Anna. Εκεί αντικρύζει με τρόμο ότι υπάρχει ένα απροσδιόριστο τερατώδες πλάσμα και λίγο αργότερα η Anna τον σκοτώνει. Την ίδια κατάληξη θα έχει και ο εραστής του ντετέκτιβ που καταφθάνει στο σπίτι προς αναζήτησή του, έχοντας και αυτός προηγουμένως αντικρύσει το τέρας (που έχει διαφοροποιημένη μορφή αυτή τη φορά). Αφού ο Mark δολοφονήσει τον εραστή της Anna, γίνεται στη συνέχεια μάρτυρας μιας ιδιότυπης σεξουαλικής περίπτυξής της με το τέρας. Στη διάρκεια μιας καταδίωξής τους από την αστυνομία, η Anna θα παρουσιάσει στον Mark την τελική εκδοχή του πλάσματος, που έχει πια τη μορφή ενός εξιδανικευμένου σωσία του Mark, λίγο πριν καταλήξουν και οι δύο νεκροί. ... More


In the 1960s, when television entered the majority of US households and became a ubiquitous cultural force, professor of communication George Gerbner developed cultivation theory to examine the medium’s influence on its viewers.[1] Within fictional worlds, he argued, ‘representation’ is vital, because it ‘signifies social existence; absence means symbolic annihilation’ (1972). Although cultivation theory has been criticised on both methodological and conceptual grounds (Hughes 1980; McQuail & Windahl 1993; Potter 1994), its engagement with the effects of representations paved the way for screen scholarship to examine how media in general have at different times and in different places favoured or erased particular topics or people from public consciousness. Indeed, research conducted within different disciplines has quantitatively and qualitatively described culture media products’ treatment of women and black, gay, lesbian and, relatively recently, transgender persons. ... More


Στα θερινά σινεμά αυτές τις μέρες έχουμε την ευκαιρία να καλωσορίσουμε τον Ράφτη, την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Σόνιας Λίζας Κέντερμαν. Μιας νέας σκηνοθέτριας ελληνογερμανικής καταγωγής, με σπουδές στη Βρετανία, που υπογράφει τη σκηνοθεσία και – με την αμερικανίδα Τρέισι Σάντερλαντ – το σενάριο μιας ελληνο-βελγο-γερμανικής συμπαραγωγής, με ευρωπαϊκό αέρα και θέμα που αγκαλιάζει πτυχές της παλιότερης και της νεότερης ελληνικής εμπειρίας. Αν κάτι διακρίνει τον Ράφτη είναι ότι, ενώ καταπιάνεται με θεματολογίες που απασχολούν την πλειονότητα των σύγχρονων ελληνικών ταινιών, όπως η οικογένεια, η οικονομική κρίση, η μετανάστευση, ο έρωτας και η αναζήτηση του εαυτού, γυρίζει την πλάτη στη σκληρότητα, τη βία, την κλινική αποστείρωση, την έλλειψη νοήματος, την απουσία συναισθημάτων, την αποστασιοποίηση, στον κυνισμό και το αδιέξοδο – στοιχεία που διαμορφώνουν την αισθητική και τον σφυγμό ενός μεγάλου αριθμού νεότερων ελληνικών ταινιών – και επιλέγει να στραφεί σε αυτό που γεννά ελπίδα: Στην κρυμμένη εσωτερική δύναμη και στις θετικές πλευρές του ανθρώπου. ... More


Censorship, as an attempt to control and restrict the expression of ideas and opinions in the public sphere, is a core structural element of any propaganda apparatus and is associated with power, especially in its totalitarian and authoritarian form. Greece has been no exception: a decisive moment in the history of its state-run censorship was the dictatorship of Ioannis Metaxas. Until 1936, censorship of the public expression of opinions and ideas was mainly repressive. The dictatorship of Metaxas introduced and systematized the concept of preventive censorship and in 1936 set up an Under-Secretariat for Press and Tourism that acted as the main censorship agency. According to the respective law, the Under-Secretariat in question was founded with a view to enlightening public opinion and monitoring all public events, making sure that they conformed to national traditions and ideals.After setting up the Under-Secretariat as a propaganda and enlightenment mechanism, the dictatorship established a legal framework of preventive censorship with the aim of monitoring the press, publishing and film industries and the production of songs and theatre plays. The Under-Secretariat for Press and Tourism undertook Greece’s wartime propaganda activities in the years 1940-1941 and continued to operate after the Germans occupied the country, carrying out its usual censorship and propaganda activities between 1941 and 1944. ... More


Η προβολή από την Ταινιοθήκη της Ελλάδας στο διαδίκτυο (8 Απριλίου 2020) της βουβής ελληνικής ταινίας του Γιόζεφ Χεπ Οι Περιπέτειες του Βιλλάρ σε σενάριο Νίκου Σφακιανού (Βιλλάρ) [i] έδωσε την ευκαιρία να επανέλθει ένας προβληματισμός που είχε γεννηθεί το φθινόπωρο του 2019, όταν, με μεταπτυχιακούς φοιτητές του Πανεπιστημίου Κρήτης, την είχαμε παρακολουθήσει στην αίθουσα της Ταινιοθήκης, στο πλαίσιο εκπαιδευτικής εκδρομής. Η Ταινιοθήκη χρονολογεί έως τώρα την ταινία στο έτος 1924 και πολλοί σύγχρονοι ερευνητές του πρώιμου ελληνικού κινηματογράφου αποδέχονται τη συγκεκριμένη χρονολογία [ii].

Μετά την προβολή της ταινίας, στο τέλος της ξενάγησης και κατά τη σχετική συζήτηση, είχα προτείνει να εξεταστεί μια εσωτερική μαρτυρία της ταινίας που θα μπορούσε να βοηθήσει πολύ στην ακριβέστερη (ακόμα και με ημέρα και μήνα) χρονολόγηση, την οποία και οι άνθρωποι της ταινιοθήκης δεν θεωρούσαν οριστική:[iii] Στο 11΄ 33΄΄, καθώς ο Βιλλάρ τρέχει στους δρόμους της Αθήνας, σ’ έναν από τους τοίχους των κτηρίων εμφανίζεται αρκετά καθαρά μια διαφημιστική αφίσα θεαμάτων. ... More


[Μπορείτε να ξαναδιαβάσετε το 1ο μέρος εδώ ]

Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο μέρος του άρθρου, η προσέγγιση της ταινίας θα γίνει με βάση αντίγραφο του σεναρίου, που προέρχεται από το προσωπικό αρχείο του Σακελλάριου. Το εξώφυλλο του σεναρίου επιγράφεται ως εξής: Σακελλάριος, «Ο ΑΛΛΟΣ», Αθήνα (χ. χ.). Το κυρίως μέρος του – που δεν είναι δακτυλογραφημένο, αλλά φωτοτυπία του χειρόγραφου από τον ίδιο τον συγγραφέα – αποτελείται από 73 αριθμημένες σελίδες. Οι σωζόμενες σελίδες αρχίζουν από τη σελίδα 2, καθώς λείπει η πρώτη σελίδα του έργου στην οποία, όπως συνάγεται από τη συνέχεια, περιλαμβάνονται τα δύο πρώτα πλάνα της ταινίας, χωρίς διαλόγους, αλλά με καθορισμό του χώρου της δράσης σε κάποιο πάρκο της Αθήνας. Τελειώνει με το φοντύ κλεισίματος της ταινίας στη σελίδα υπ’ αριθμ. 74. Το σενάριο είναι λεπτομερειακά ντεκουπαρισμένο σε 347 πλάνα. Η έκθεση της υπόθεσης θα γίνει σε οκτώ σεκάνς, ενώ παράλληλα θα παρατεθούν αυτούσια τμήματα των διαλόγων, όπου αυτό κρίνεται χρήσιμο.

Σεκάνς 1η: Στο πάρκο. Ο Χαρίλαος, ένας πειναλέος φουκαράς, αγωνίζεται να κλέψει το κουλούρι που έτρωγε ένα πιτσιρίκι, κάτω από τα μάτια της μητέρας του. Εκεί γίνεται μάρτυρας της κλοπής των χρημάτων ενός ηλικιωμένου από κάποιον ‘επαγγελματία’ λωποδύτη. Ο Χαρίλαος αποσιωπά την κλοπή, οι δύο μικροαπατεώνες φεύγουν μαζί σε κάποιο υπαίθριο φτωχοκαφενεδάκι όπου μοιράζονται τα λυμφατικά κλοπιμαία και συναποφασίζουν να μπουκάρουν (το ίδιο βράδυ) σε μια απομονωμένη βίλα, την οποία χρησιμοποιούσε ως γκαρσονιέρα ένας χρηματιστής, ουσιαστικά ακατοίκητη, όμως, από τότε που η ερωμένη του τον εγκατέλειψε. ... More


Σημείωση: Το άρθρο θα εμφανιστεί σε δυο μέρη

Για όσους ασχολούνται με τον Παλιό Ελληνικό Κινηματογράφο [ΠΕΚ] τον τελευταίο καιρό παρατηρείται μια ευχάριστη εξέλιξη: Ταινίες που για χρόνια παρέμεναν (σχεδόν) άγνωστες ή γνωστές μόνο από τους τίτλους τους στις ανθολογίες του (μεταπολεμικού) κινηματογράφου προβάλλονται από εξειδικευμένα κανάλια ή/και αναρτώνται στο διαδίκτυο από ανθρώπους που τις περισσότερες φορές είναι και φανατικοί φίλοι του είδους. Αυτό αποδεικνύεται από την ευρηματικότητά τους στην αποφυγή των κυρώσεων για παραβίαση των πνευματικών δικαιωμάτων ή την ακατάβλητη επιμονή τους να ανεβάζουν εκ νέου τις ταινίες, κάθε φορά που για τους ίδιους λόγους τερματίζεται η λειτουργία των καναλιών τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η παραβίαση της σχετικής νομοθεσίας είναι η ενδεδειγμένη λύση.

Μολονότι ένα από τα χαρακτηριστικά του μεταμοντερνισμού (ως πνευματικού κινήματος) και της μεταμοντέρνας κοινωνίας στο σύνολό της είναι «η άρνηση αποδοχής οποιουδήποτε προκαθορισμένου κριτηρίου κριτικής αποτίμησης και αξιολόγησης των τεχνών ή πράγματι της δυνατότητας εκφοράς τέτοιων αξιολογικών κρίσεων» (Hobsbawm 2010: 654), η εντύπωση που αποκομίζει κάποιος (ή τουλάχιστον ο γράφων) παρακολουθώντας τις ταινίες αυτές είναι ότι στην πλειονότητά τους υστερούν από άποψη πρωτοτυπίας στη θεματολογία, ευρηματικότητας στην πλοκή, ικανότητας των σεναριογράφων, σκηνοθετών, ηθοποιών, πλούτου κοινωνικών αναφορών, όρων παραγωγής κλπ, αν και ο χαρακτηρισμός αφορά στη συνισταμένη της διάδρασης των επιμέρους παραγόντων και όχι στον καθένα ξεχωριστά. ... More