ISSN: 2241-6692
require_once "filmiconjournal_blog_post16_short.php";

BLOG

One of the pressing questions that the filmmakers, who participated in the Q&A of Cyprus Short Film Day 2016, were repeatedly asked concerned the essence and merits of short film. “What is a short film?”, CSFD artistic director Dr Marios Psaras asked the audience in his opening speech. “Is it just a stepping stone for filmmakers before they make their way to the making of feature films? Or is it a kind of art in its own right?” The filmmakers admitted that while shorts are, indeed, a necessary pathway to follow in order to gain experience and expertise in the field before embarking on the making of features, it soon becomes evident that short film has a life of its own. It is not merely a matter of temporality, though precisely because of that it emerges as a completely different kind of storytelling, with its own rules or lack thereof, its own platforms of funding, production, distribution and exhibition. The latter was the topic that naturally dominated the discussion. ... More


Πάντα ένιωθα σαν μια ευσυνείδητη ηθοποιός. Πιστεύω στο θέμα, στο περιεχόμενο της ταινίας και όχι στους σταρ.
Aλίκη Bουγιουκλάκη

Το 1958 η Αλίκη Βουγιουκλάκη πρωταγωνιστεί στην ταινία Αστέρω της Φίνος Φιλμ μετά από τέσσερα χρόνια σημαντικής παρουσίας στον εγχώριο κινηματογράφο. Η ταινία ξεχωρίζει ανάμεσα στις 51 που προβάλλονται τη σεζόν 1958-1959 και έρχεται πρώτη σε εισπράξεις (Κουσουμίδης, 1981:310). Ο Φιλοποίμην Φίνος, θεωρώντας το όνομά της συνώνυμο με την επιτυχία, τη συμπεριλαμβάνει στην εταιρεία παραγωγής του και μαζί ξεκινούν μια συνεργασία που θα αλλάξει την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Η άνθιση του εμπορικού κινηματογράφου δεν χρωστάει τόσο την ύπαρξή του στην οργανωμένη παραγωγή των στούντιο της εποχής, όσο στη διαμόρφωση του εγχώριου «σταρ σύστεμ», στο οποίο η Βουγιουκλάκη πρωτοστατεί. Η «εθνική σταρ», όπως την ανακηρύσσει η Ελένη Βλάχου, κυριαρχεί στο καλλιτεχνικό στερέωμα ως η πιο εμπορική ηθοποιός και τροφοδοτεί τον Τύπο της εποχής με ειδήσεις που αφορούν στην προσωπική της ζωή και στη δημόσια εικόνα της. ... More


Το Ιdées Fixes / Dies Irae αποτελεί την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Αντουανέττας Αγγελίδη και είναι ουσιαστικά η πτυχιακή της εργασία στην IDHEC (Ινστιτούτο Ανωτάτων Κινηματογραφικών Σπουδών του Παρισιού). Η ταινία είναι μια σύγχρονη, διαχρονική σπουδή πάνω στην αναπαράσταση του γυναικείου σώματος στη σύγχρονη τέχνη, την επανάσταση που δεν έρχεται, τον εγκλωβισμό στη σύγχρονη δυτική τέχνη, και μαζί ένα ρέκβιεμ του δυτικού πολιτισμού. Η Αντουανέττα Αγγελίδη παίζει με τα στοιχεία της avant-garde, αναστρέφει τους κώδικες, και εν τέλει δημιουργεί ένα «ανοίκειο» οπτικό όνειρο, που μέσω της απομάκρυνσης από την πραγματικότητα πλησιάζει το πραγματικό ως το μη αναπαραστάσιμο, έχοντας ως βάση την τέχνη της το παρελθόν της και την ίδια της την ύπαρξη. ... More


Το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας» παρουσιάζει στην 22η διοργάνωσή του (21/9-2/10) το σύνολο σχεδόν του έργου ενός καλλιτέχνη που ενσάρκωσε όπως κανείς στη σύγχρονη Ελλάδα το ρομαντικό ιδεώδες: το αφιέρωμα «Η Αισθηματική Αγωγή του Νίκου Τριανταφυλλίδη» φανερώνει την ουσία του έργου ενός σκηνοθέτη που δεν αρκέστηκε στο να κινηματογραφεί ήρωες που, παραμένοντας στη σκιά, αποδεικνύονται larger than life, αλλά έκανε τη ζωή του ολοένα και πιο μεγάλη (παρά το σύντομο της διάρκειάς της), ικανή να αναμετρηθεί με τα είδωλα της φαντασίας, με τον κόσμο του φαντασιακού. Σε αυτές τις διακλαδώσεις της ζωής, της τέχνης και του ονείρου συντελέστηκε μια πραγματική συνάντηση, αυτή του Νίκου Τριανταφυλλίδη και της Έφης Παπαζαχαρίου. Οι παρακάτω αράδες δεν είναι ένας «ρομαντικός επίλογος» (με τον τρόπο του Νίκου Καρούζου), αλλά ένα σημείωμα που «νοσταλγεί το μέλλον».

«...Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός είναι η αγάπη…»
Οι Αισθηματίες

Κοίταγα αυτή τη θάλασσα του κόσμου που κατέβαινε και μετά ανέβαινε το λοφάκι προς το μνήμα μέσα στην κάψα του Ιουνίου και αναρωτιόμουν αν όντως, στ’ αλήθεια, είναι δυνατόν αυτό να έχει συμβεί. Όταν τελείωσαν όλα, πέντε-έξι άτομα πήραμε το δρόμο μέσα από τα χωράφια που έχουν ξεμείνει απορημένα στου Ζωγράφου, κάτω από τον καυτό ήλιο, συζητώντας αμήχανα διάφορα, ώσπου να φθάσουμε στο μέρος που θα βρίσκαμε τους άλλους – κάτι να πιούμε, για τον Νικόλα, όλοι μαζί. Στη μέση της διαδρομής, νόμιζα πως είμαι σε ταινία. Ή σε όνειρο. Ή σε εφιάλτη. Είχα μπερδευτεί. Ύστερα από ανέβα-κατέβα βραχάκια, κατσάβραχα και μονοπάτια, βάλαμε το πόδι μας επιτέλους στην άσφαλτο και φθάσαμε στο μαγαζί. Είμαι σίγουρη πως θα του άρεσε του Νίκου όλη αυτή η παράδοξη διαδρομή μιας παρέας που πήγαινε να πιει τιμώντας τον απόντα. Αισθηματίας. Θα το χρησιμοποιούσε και σε καμιά ταινία του το σκηνικό, εδώ που τα λέμε. Ο ίδιος το προκάλεσε έτσι κι αλλιώς. ... More


In its fourth edition, Syros International Film Festival gave a carte blanche to an emblematic figure of experimental filmmaking to curate one of its programs. Pip Chodorov was born in 1965 to a writer and a painter and raised on a farm. He started making films and music in 1971, after studying cognitive science at the University of Rochester. He then moved to Paris to study film semiotics, and in 1990 joined the legendary experimental filmmakers cooperative Light Cone. During his visit on the Greek island, this devoted supporter of the cinematic as a thought process explained how films can function as points of entry to a different state of consiousness and gave us a rare opportunity to discuss the challenges of programming in the era of vast accessibility.

Geli Mademli: The central theme of this year’s SIFF is “revision” – which is at the same time a prerequisite for change and a filtering method. Do you follow a specific method when “filtering” and curating a festival program?

Pip Chodorov: It is always different. For me every program has a different approach and it has a different audience as well. It depends if it is for a festival or for a university room, if the audience is already experienced in experimental film or if they have no idea what they will encounter. I am always interested in how the program will be received. In this case I was asked by SIFF’s head programmer Nathaniel Draper to make a selection, but I didn’t expect that on this Greek island there would be an interest in experimental films. When I started putting things together, the first film that came to mind was Jean Eustache’s film Une Sale histoire: It’s the same story told twice and it promotes the idea of repetition in a new way, where the second time is different and plus it informs the first time. ... More


Το παρόν κείμενο αποτελεί την επεξεργασμένη εκδοχή της ομότιτλης ανακοίνωσης στο συνέδριο «Λογοκρισίες στην Ελλάδα» που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα (17-19/12/2015) και διοργανώθηκε από το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Τον Μάιο του 2005, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας Ακάμας του Πανίκου Χρυσάνθου, ένα δημοσίευμα στην κυπριακή εφημερίδα Το Ποντίκι φέρνει στο προσκήνιο τη διαμάχη δύο χρόνων που διεξαγόταν μεταξύ της Συμβουλευτικής Επιτροπής Κινηματογράφου (ΣΕΚιν) και του σκηνοθέτη σχετικά με την αφαίρεση ή αλλαγή μιας σκηνής από την ταινία, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις μιας μερίδα της κυπριακής κοινωνίας. Η ταινία αποτυπώνει την κυπριακή ιστορία από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 μέχρι και την τουρκική εισβολή, μέσα από την ερωτική ιστορία ενός ζευγαριού του Τουρκοκύπριου Ομέρη και της Ελληνοκύπριας Ροδούς. Στο μέρος της ταινίας όπου αναφέρεται ο αγώνας της ΕΟΚΑ, ο αρχηγός μιας αντάρτικης ομάδας, ο Δώνης, που φέρει το ψευδώνυμο Ευαγόρας (μια άμεση αναφορά στον αγωνιστή της ΕΟΚΑ Ευαγόρα Παλλικαρίδη), εκτελεί εν ψυχρώ έναν «προδότη» μέσα στην εκκλησία κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του επιταφίου της Μεγάλης Παρασκευής. Το πρωτοσέλιδο δημοσίευμα με τίτλο «Δολοφόνος και εκτελεστής ο Ευαγόρας Παλλικαρίδης! Σοκ! Ανθελληνική ταινία χρηματοδότησε η κυβέρνηση!» κάνει λόγο για παραχάραξη της ιστορικής αλήθειας και σπίλωση της μνήμης του νεαρότερου και ένδοξου ήρωα του απελευθερωτικού αγώνα, τον οποίο ο σκηνοθέτης παρουσιάζει ως στυγνό δολοφόνο. Μια βδομάδα αργότερα, νέο δημοσίευμα τον κατηγορεί ότι έλαβε τη χορηγία αφού πρώτα εξαπάτησε τους αρμοδίους. Διπλό το ατόπημα του δημιουργού, ο ήρωας φέρει το όνομα Ευαγόρας και η εκτέλεση του «προδότη» γίνεται εντός ιερού χώρου. Η απόφαση του σκηνοθέτη να αναπαραστήσει ένα από τα θέματα-ταμπού της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας προσέλκυσε εναντίον του τόσο τη θεσμική λογοκρισία όσο και άτυπες μορφές της. ... More


Tom, though depressed and strongly repelled by his father's sullenness, and the dreariness of home, entered thoroughly into his father's feelings about paying the creditors; and the poor lad brought his first quarter's money, with a delicious sense of achievement, and gave it to his father to put into the tin box which held the savings.

George Eliot, The Mill on the Floss

It is a moral truism that debt must be repaid. In George Eliot’s The Mill on the Floss, the son of the main character considers it his personal duty to bail out his bankrupt father. The shame of the financial loss would have ruined the moral standing of the whole family. When the crisis broke out in 2008, Europe started to impose this logic on its communities. Greece had to repay its debt, regardless of whether its citizens voted for the governments that indebted them, whether they ever profited from the debt, or whether they even knew that their government was in debt.

Under international law this moral truism does not hold sway. Sovereign states are not like Victorian families. They are allowed to cancel their debt. This law is guided by the principle that countries are first and foremost responsible for their citizens and only then to other countries or credit markets. To protect the interests of the financial industry and the governments of lender countries, the moral rhetoric of the European sovereign debt crisis has neglected this fundamental right. Banks, international organizations and economically more powerful nation-states have reinterpreted debt in a way that makes citizens accountable for the budget deficits of their past governments. ... More


Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελληνική Αριστερά» (τ. 38, σελ. 124-128) το 1966 και αποτελεί μια από τις πρώτες προσπάθειες του Βασίλη Ραφαηλίδη να στοχαστεί συνολικά πάνω στον κινηματογράφο και τον ρόλο της κριτικής. Το κείμενο αποκαλύπτει την επένδυση της Αριστεράς εκείνη την εποχή στο κινηματογραφικό μέσο και τη στενή σύνδεση πολιτικής και κινηματογράφου που αναδείχθηκε σε σημαντική πτυχή του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, ο οποίος εκείνα τα χρόνια έκανε τα πρώτα του βήματα. Επίσης αποκαλύπτει τις ακλόνητες «βεβαιότητες» της ανερχόμενης τότε γενιάς των νέων και πολιτικοποιημένων κινηματογραφιστών: την ανωτερότητα του κινηματογράφου και τις απεριόριστες δυνατότητές του ως τέχνης· την «λαϊκότητα» του μέσου· την παθητικότητα του θεατή-δέκτη και την κρίσιμη αποστολή του κριτικού ως διαφωτιστή· την σημασία του ιδεολογικού κριτηρίου στην αξιολόγηση των ταινιών· την απόρριψη της ελληνικής εμπορικής παραγωγής· την καχυποψία απέναντι στον αμερικανικό παράγοντα· κλπ.

Όταν το ξαφνιασμένο παρισινό κοινό πρωτοείδε στις 28 Δεκεμβρίου του 1895 τις περίεργες «φωτεινές σκιές» του κινηματογράφου «Λυμιέρ» νόμισε πως πρόκειται για ένα είδος ταχυδακτυλουργικής απάτης, όμοιας με τα κόλπα του περίφημου «θαυματοποιού» Ρομπέρ Χουντέν του οποίου η μνήμη ήταν ακόμα πολύ πρόσφατη.

Άλλωστε, και οι ίδιοι οι αδελφοί Λυμιέρ ελάχιστα κατανόησαν τη σημασία του «μαγικού μηχανήματος που καταγράφει την κίνηση» και για πολλά χρόνια εξακολουθούσαν να θεωρούν τον κινηματογράφο τους σαν ένα απλό επιστημονικό αξιοπερίεργο, του οποίου η μόδα θα περνούσε σύντομα. Όμως, μέχρι το 1914, η περίεργη αυτή εφεύρεση που αποτέλεσε τη συνισταμένη και την κατάληξη μιας μακριάς σειράς επιστημονικών και τεχνικών πειραμάτων για τη μελέτη της ανάλυσης και της ανασύνθεσης της κίνησης, αλλάζει προσανατολισμό και από μέσο επιστημονικής έρευνας γίνεται τέχνη, χωρίς, φυσικά, να εγκαταλείψει ποτέ τον αρχικό της προορισμό. ... More


For three years in a row I have followed the International Film Festival of the city of Gothenburg and each year I am impressed by the warmness in which residents and visitors of the city embrace the largest film festival of the Nordic region. GIFF maintains its recognition as a “winter classic”; an event which rejuvenates the city in the midst of a freezing and dark period and infuses the gloominess of the West coast of Sweden with luminous images from all over the world. This year’s festival welcomed 450 films from 84 countries which were shown at 1031 screenings in 30 theatres around the city; this brief reports aims at covering the event’s main highlights with a particular interest in the festival’s focus, award winners, and honorary guests.

The 39th Göteborg International Film Festival featured a dual focus on countries with different, yet significant contributiong to the global film industry. On the one hand, Italy was honored as a film country with an established contribution to global cinema. On the other hand, the festival turned the spotlight on Nigeria, as the second-largest film industry in the world (following India), with a yet undiscovered value of cinematic stories in direct correspondence with societal developments. Both Italian and Nigerian films enjoyed a number of sold-out screenings, as well as parallel events and activities which enriched visitors’ knowledge about the context of filmmaking in each country, as well as the sources of inspiration for the production of cinematic stories. ... More


On January 11, 2016, while the planet flooded social media with expressions of grief following the death of David Bowie, Greek audiences were struck by the loss of one of their own, native “starmen.” Nikos Panayotopoulos, one of the most original filmmakers who radically transformed the history of Greek cinema after the regime change in the 1970s, did die in Athens, ironically self-fulfilling the chronicle of the death foretold that is condensed in the title of one of his films; but then, of course, subtle irony, playful melancholy, and this glorious sense of unbearable lightness was the most distinctive feature of his cinematic gaze. In lieu of a conventional obituary, Athena Kartalou’s article “Nikos Panayotopoulos’s Athens: From Relic of Antiquity to Hipster Urban Refuge” (first appeared in World Film Locations: Athens, published in 2014 by Intellect Books, edited by Anna Poupou, Afroditi Nikolaidou, and Eirini Sifaki) attempts to shed new light on the director's legacy.

Nikos Panayotopoulos [was] one of the most prolific directors in Greek cinema: he has produced fifteen films in 39 years, starting in 1974, an emblematic year both for the state affairs in Greece – the fall of the dictatorship – and for Greek cinema itself – the end of the studio era. Over these years, Panayotopoulos has created his own, unique cinematic universe, which carries the seal of an auteur veritable: somehow and obliquely a step away from the others, nevertheless ironic, and, almost always, unconventional and unpredictable.

His strongest and most recognizable auteur characteristic, however, is the creation of a self-reflective cinema under the influence – but not a strictly imitative one – of the French nouvelle vague. Even when, in the late 90s, he began observing a “normalized,” non-arbitrary narrative flow, that was only the pretext for developing further a personal cinematic apparatus consisting of genre exploitation and pastiche, ironic glances both at his surrounding reality and cinema itself, and a dominative set of high production values with an emphasis on the visual through art direction and cinematography. ... More