Ράφτης: Χειροτεχνία, περιπλάνηση και σιωπηλά αισθήματα
Στα θερινά σινεμά αυτές τις μέρες έχουμε την ευκαιρία να καλωσορίσουμε τον Ράφτη, την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Σόνιας Λίζας Κέντερμαν. Μιας νέας σκηνοθέτριας ελληνογερμανικής καταγωγής, με σπουδές στη Βρετανία, που υπογράφει τη σκηνοθεσία και – με την αμερικανίδα Τρέισι Σάντερλαντ – το σενάριο μιας ελληνο-βελγο-γερμανικής συμπαραγωγής, με ευρωπαϊκό αέρα και θέμα που αγκαλιάζει πτυχές της παλιότερης και της νεότερης ελληνικής εμπειρίας. Αν κάτι διακρίνει τον Ράφτη είναι ότι, ενώ καταπιάνεται με θεματολογίες που απασχολούν την πλειονότητα των σύγχρονων ελληνικών ταινιών, όπως η οικογένεια, η οικονομική κρίση, η μετανάστευση, ο έρωτας και η αναζήτηση του εαυτού, γυρίζει την πλάτη στη σκληρότητα, τη βία, την κλινική αποστείρωση, την έλλειψη νοήματος, την απουσία συναισθημάτων, την αποστασιοποίηση, στον κυνισμό και το αδιέξοδο – στοιχεία που διαμορφώνουν την αισθητική και τον σφυγμό ενός μεγάλου αριθμού νεότερων ελληνικών ταινιών – και επιλέγει να στραφεί σε αυτό που γεννά ελπίδα: Στην κρυμμένη εσωτερική δύναμη και στις θετικές πλευρές του ανθρώπου.
Ο Νίκος (Δημήτρης Ήμελλος), ένας πενηντάρης ράφτης της καλής κοινωνίας, έχει εγκλωβιστεί, σχεδόν απολιθωθεί στο παρελθόν. Στο παλιό, αριστοκρατικό εμποροραφείο, στο οποίο δουλεύει από μικρός και ανήκει στον δεσποτικό πατέρα του (Θανάσης Παπαγεωργίου), ο χρόνος έχει παγώσει στη δεκαετία του ’60. Οι εποχές όμως έχουν αλλάξει ριζικά: Στην οικονομική κρίση οι μέχρι χθες εύπορες τάξεις μαραζώνουν, οι παλιοί πελάτες πεθαίνουν, ενώ το τυποποιημένο ρούχο έχει περιθωριοποιήσει την κουλτούρα του χειροποίητου ανεπιστρεπτί. Η οικογενειακή επιχείρηση έχει στερέψει από πελάτες και συσσωρεύει χρέη. Όταν η τράπεζα απειλεί να κατάσχει το κατάστημα και ο ηλικιωμένος πατέρας νοσηλεύεται, ο Νίκος – ο μέχρι τότε υποτιμημένος, άβγαλτος και πειθαρχημένος γιος, καλουπωμένος στα πρότυπα που επέβαλε ο πατέρας – καλείται να πάρει την κατάσταση στα χέρια του.
Το τρόλεϊ μιας νοσοκόμας και ο φορητός πάγκος ενός υπαίθριου βιβλιοπώλη δίνουν την «παιδική» ιδέα για ένα περιφερόμενο μαγαζί. Ο Νίκος «ράβει» τη δική του καρότσα και βγαίνει στους δρόμους σε αναζήτηση πελατών, περιπλανιέται στην πόλη και ανοίγεται στους ανθρώπους της. Όμως η ταξική πτώση του Νίκου, η μεταμόρφωσή του από Κολωνακιώτη επιχειρηματία σε πλανόδιο τεχνίτη και πωλητή, η εγκατάλειψη του κλειστού, προστατευμένου κόσμου του ραφτάδικου και η έξοδός του στην άγνωστη πόλη – αν και δύσκολη στην αρχή – δεν είναι μια κάθοδος στην κόλαση, όπως μας έχουν συνηθίσει άλλες ιστορίες. Απεναντίας, είναι ένα καλωσόρισμα στη ζωή και ένα καθοριστικό βήμα χειραφέτησης. Είναι μια πορεία (αυτό)ανακάλυψης, επανακαθορισμού, αναζήτησης καινούριου νοήματος και μιας νέας θέσης στον κόσμο.
Σε αυτή την έξοδο ο ήρωας ανακαλύπτει τις γυναίκες. Ο Νίκος δεν ζει μόνο σε έναν παλαιικό κόσμο, πιστό σε αξίες παραδοσιακές και συντηρητικές, αλλά σε έναν κόσμο καθαρά ανδρικό: Ανδρικά ρούχα, ανδρικά υφάσματα, ανδρικά πατρόν, οικογενειακοί φίλοι «ραμμένοι» σαν γαμπροί, κι ένας πατέρας αυστηρών αρχών, ισχυρός πατριάρχης που θέτει πεισματικά τους όρους για την επιχείρηση και τη ζωή. Η απουσία της μητέρας, για την οποία δεν γίνεται νύξη ποτέ, είναι εκκωφαντική. Ωστόσο, οι εξοστρακισμένες από τον κόσμο του Νίκου γυναίκες είναι εκείνες που θα τον πλησιάσουν στον δρόμο, οι γυναίκες θα ενδιαφερθούν για τη δουλειά του. Ο ήρωας ανακαλύπτει τη ζωτικότητά τους, την αυτοπεποίθησή τους, τον τρόπο τους να παζαρεύουν, τη χαρά τους. Και καλείται να κάνει αυτό που κάνουν οι απαξιωμένες από τον πατέρα «μοδίστρες»: Να φτιάξει ρούχα γυναικεία και κυρίως νυφικά. Το νυφικό – σε αντίθεση με το στιβαρό και ανθεκτικό κοστούμι, με το οποίο ο Νίκος είχε ασχοληθεί και το οποίο συνεχίζει με αξιοπρέπεια να φορά – είναι ρούχο εφήμερο, της μιας και μοναδικής φοράς, ρούχο συμβολικό, συνδεδεμένο με όνειρα και προσδοκίες. Μακριά από τα κασμίρια, τα ακριβά και μουντά υφάσματα, ο Νίκος ανακαλύπτει καινούριες ύλες και διαφορετικές υφές: Αέρινα τούλια, λευκά ή ροζ, υλικά εύθραυστα, προσωρινά, «ευτελή» – όπως το δαντελένιο τραπεζομάντηλο που στολίζει το μπούστο μιας νύφης – υλικά που δίνουν μεγάλη χαρά στις νεαρές γυναίκες. Ταυτόχρονα ανακαλύπτει το νέο του κοινό: Τους λαϊκούς ανθρώπους, τους μετανάστες και τις μετανάστριες, τις κοπέλες των πλυντηρίων, τις καθαρίστριες των πολυτελών σπιτιών, τον ψαρά της λαϊκής, που ακόμα και όταν του κάνουν καζούρα ή παζάρια, είναι καλοπροαίρετοι, ζεστοί και ευγνώμονες, τον τιμούν και τον αγκαλιάζουν.
Ο Νίκος ανακαλύπτει την πόλη και τις συνοικίες της. Βγαίνοντας από την ακινησία και το ημίφως του μαγαζιού, βρίσκει μια Αθήνα φωτεινή και πολύχρωμη, γεμάτη γκραφίτι, μικρομάγαζα και πλανόδιους, ανηφόρες και κατηφόρες, ζωηρούς ανθρώπους που συναλλάσσονται, θορυβώδεις λαϊκές αγορές, ήσυχες γειτονιές, σπίτια μακριά από το κέντρο με αυλές, και λίγο πιο πέρα ανοιχτή θάλασσα. Η πόλη της ταινίας – πραγματική όσο και φαντασιακή – δεν είναι σκοτεινή ή τρομακτική, δεν αντιπροσωπεύει μια δυστοπία, αλλά έναν τόπο ευκαιρίας, συνάντησης, αλληλεπίδρασης και ζωής. Όταν ο Νίκος έρθει σε επαφή με την Αθήνα, το ραφτάδικο – κι αυτό ένας χώρος πραγματικός και φαντασιακός μαζί, που στο τέλος χάνεται και ο Νίκος εγκαταλείπει – μεταμορφώνεται: Γεμίζει καινούρια υλικά, νέα σχέδια, λευκό φως, γίνεται τόπος δημιουργίας, αναγέννησης και ελπίδας.
Μέσα από τη ίδια διαδρομή ο Νίκος ανακαλύπτει τον έρωτα. Η Όλγα (Ταμίλλα Κουλίεβα), γειτόνισσα, συνομήλικη, μετανάστρια από την πρώην Σοβιετική Ένωση, παντρεμένη, κλεισμένη στον μικρόκοσμο του σπιτιού και των παραδοσιακών γυναικείων ρόλων, της νοικοκυράς, της μητέρας και της συζύγου – βγαλμένη και αυτή θαρρείς από την Ελλάδα της δεκαετίας του ’60 – εύθραυστη αλλά και δυνατή, μοιράζεται μαζί του το όνειρο της δημιουργίας και της αλλαγής. Συνδετικός κρίκος ανάμεσά τους είναι η μικρή της κόρη (Δάφνη Μιχοπούλου), ένα τετραπέρατο και γεμάτο περιέργεια παιδί, που εισβάλλει στη ζωή του Νίκου, στέλνοντάς του από τον ακάλυπτο χάρτινα καραβάκια. Ο Νίκος, η Όλγα και η μικρή ενώνουν τις ραπτικές και επικοινωνιακές τους δυνάμεις και όλοι μαζί φτιάχνουν ένα υποκατάστατο οικογένειας, στο οποία ο ήρωας αισθάνεται ότι ανήκει. Η οικογένεια όμως δεν είναι δική του. Ο ταξιτζής πατέρας (Στάθης Σταμουλακάτος), μπορεί να είναι άνδρας λαϊκός χωρίς πολλές λεπτότητες, αλλά είναι φιλικός και αγαπησιάρης, δοτικός στα κορίτσια του, και η απιστία φαντάζει δύσκολη και δημιουργεί ενοχές. Όταν η μικρή αντιληφθεί τον έρωτα του Νίκου και της Όλγας, όταν νιώσει ότι χάνει την προσοχή και τις αβρότητες του «ράφτη» που τόσο απολάμβανε, όταν καταλάβει ότι οι κανόνες έχουν παραβιαστεί, θα αντιδράσει βίαια και θα σπάσει τον μεταξύ τους δεσμό . Η φαντασιακή οικογένεια θα διαλυθεί.
Ο Ράφτης μας συστήνει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα και μαζί με αυτόν μας επανασυστήνει τον Δημήτρη Ήμελλο, έναν εξαιρετικό ηθοποιό με υποκριτικό χάρισμα και έντονη σωματική παρουσία. Τα πρώτα λεπτά της ταινίας – τόσο υποκριτικά όσο και σκηνοθετικά – είναι μια από τις πιο δυνατές και ευφάνταστες εισαγωγές κινηματογραφικού χαρακτήρα σε ελληνική ταινία, καθώς συμπυκνώνουν όλες εκείνες τις πλευρές και τις θεματικές που τον χαρακτηρίζουν, τις οποίες θα παρακολουθήσει το κοινό να ξεδιπλώνονται στην ταινία σταδιακά. Σαν σε βουβό κινηματογράφο, χωρίς να ειπωθεί μια λέξη, μέσα από τα μικροαντικείμενα που τον περιβάλλουν, μέσα από το ντύσιμο – το άψογο παλαιικό κουστούμι και τα μανικετόκουμπα – την κινησιολογία, την προσήλωση στις λεπτομέρειες, το τεράστιο «στρογγυλό» βλέμμα, περιτριγυρισμένος από υφάσματα, κουστούμια και βιτρίνες, στητός πίσω από τον πάγκο, εκφραστικότατα ανέκφραστος, με σταυρωμένα χέρια σε στάση αναμονής, να περιμένει πελάτες που δεν έρχονται, να ξεσκονίζει με το φτερό, να σκαλίζει το κουτάκι με τις παστίλιες, να τρώει μόνος στο πατάρι του μαγαζιού, να διορθώνει μικροατέλειες, να αποκαθιστά το σωστό με υπομονή και επιμέλεια, ο Ήμελλος μας γνωρίζει έναν τσαπλινικό χαρακτήρα με συμπεριφορά Μάστερ Κήτον. Ευγενής, αξιοπρεπής, αθώος και παράταιρος σαν τον Τσάπλιν, με συγκρατημένο συναίσθημα σαν τον Κήτον, ο Ήμελλος εκφράζεται με το βλέμμα και το σώμα του. Το συναίσθημα του ήρωά του, χρόνια καταπιεσμένο και βαθιά κρυμμένο, δεν ξεσπάει ποτέ, ούτε στις πιο προσωπικές του στιγμές, δεν ευτελίζεται σε συγκινήσεις, βιώνεται πάντοτε σιωπηλά. Στο τέλος, ο Νίκος, όπως ο Τσάπλιν, χάνει στον έρωτα και φεύγει μόνος του πάνω στους τροχούς για μια νομαδική ζωή. Είναι όμως καινούριος και ελεύθερος. Έχει ανακαλύψει τον εαυτό του. Βρίσκεται έξω στον κόσμο, στο φως, και σε κίνηση. Έχει ξαναγεννηθεί και γίνει αποδεκτός ακόμα και από τον απορριπτικό πατέρα.
Ο Ράφτης είναι μια ταινία ανθρωποκεντρική και αισιόδοξη που δίνει ελπίδα. Που αγαπά τους ευάλωτους, τους παράταιρους, τους παράξενους, τους διαφορετικούς, τους ευαίσθητους, τους αφοσιωμένους, τους ονειροπόλους. Που κατανοεί και δεν κρίνει. Που πιστεύει στον άνθρωπο, στην αλλαγή και την επανεκκίνηση, ακόμα και όταν η νιότη ανήκει στο παρελθόν. Που αφηγείται τις δύσκολες και σκοτεινές πλευρές της ζωής με τρόπο παραμυθικό.