Ημερίδα για την «Άγνωστη» σκηνοθέτρια Μαρία Πλυτά στο 63ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Μια αποτίμηση
Πώς γράφεται η κινηματογραφική ιστορία μιας χώρας; Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουρες και σίγουροι ότι έχουμε καταφέρει να συμπεριλάβουμε όλα τα πρόσωπα και γεγονότα, όπως αρμόζει; Στην περίπτωση της ιστορίας του ελληνικού κινηματογράφου, μπορούμε εύκολα να εντοπίσουμε ένα σημαντικό κενό που δημιουργείται από την αποσιώπηση των γυναικών δημιουργών για δεκαετίες. Η Μαρία Πλυτά, η πρώτη Ελληνίδα σκηνοθέτρια, είναι μία από αυτές. Για τον λόγο αυτό, η απουσία της από τον Κανόνα της ελληνικής κινηματογραφίας υπογραμμίζει την ανάγκη για την ανάδειξη, μελέτη και διατήρηση αυτού του σημαντικού κομματιού της πολιτισμικής κληρονομιάς της χώρας μας.
Στις 7 Νοεμβρίου 2022 πραγματοποιήθηκε η πρώτη ημερίδα για τη Μαρία Πλυτά, την «άγνωστη» του ελληνικού κινηματογράφου, η οποία διοργανώθηκε από το Εργαστήριο Μελέτης Ελληνικού Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (ΕΜΕΚΤ) και φιλοξενήθηκε στο 63ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Τις εισηγήσεις της ημερίδας ανέλαβε και επιμελήθηκε η ερευνητική ομάδα του ΕΜΕΚΤ, η οποία συστάθηκε τον Απρίλιο του 2021 από την Μπέτυ Κακλαμανίδου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Κινηματογράφου ΑΠΘ και Αναπληρώτρια Διευθύντρια του ΕΜΕΚΤ, και αποτελείται από τις μεταπτυχιακές φοιτήτριες Άλκηστη Ακτσόγλου και Μαρία Κουνενάκη, τον μεταπτυχιακό φοιτητή Γρηγόρη Πρίτσα και την υποψήφια διδακτόρισσα Μαρίνα Ζιγνέλη. Στόχος της ομάδας είναι η έρευνα, ο εντοπισμός και η μελέτη της φιλμογραφίας της Πλυτά, που αριθμεί συνολικά 17 ταινίες μεταξύ 1950 και 1970.
Μια πρώτη ματιά στα βιογραφικά στοιχεία της Μαρίας Πλυτά αποδεικνύει το πόσο λίγες πληροφορίες έχουμε στη διάθεσή μας για τη ζωή και το έργο της. Η Πλυτά γεννιέται στη Θεσσαλονίκη στις 26 Νοεμβρίου 1915. Πολύ πριν ασχοληθεί με το σινεμά, η ίδια εισέρχεται στον λογοτεχνικό κόσμο ως συγγραφέας πεζογραφημάτων, διηγημάτων και θεατρικών έργων. Η πρώτη της κινηματογραφική δουλειά έρχεται το 1947, όταν εργάζεται ως καλλιτεχνική διευθύντρια στην ταινία Μαρίνα (1947) του Αλέκου Σακελλάριου και την ταινία Μαρίνος Κονταράς (ή Ο Κουρσάρος του Αιγαίου, 1948) του Γιώργου Τζαβέλλα. Το 1950 αναλαμβάνει για πρώτη φορά τα ηνία της σκηνοθεσίας με την ταινία Τ’ αρραβωνιάσματα (1950).
Από εκείνο το σημείο κι έπειτα ξεκινά η εικοσαετής επαγγελματική πορεία της πρώτης γυναίκας σκηνοθέτριας στην ελληνική κινηματογραφική βιομηχανία. Η διαδρομή αυτή σημειώνει μεγάλη εμπορική επιτυχία, ωστόσο, παρά τους μεγάλους αριθμούς των εισιτηρίων και τις συνεργασίες της Πλυτά με τα σπουδαιότερα ονόματα του κινηματογράφου της εποχής, το όνομά της δεν καταγράφεται επαρκώς στις ιστορικές πηγές και τα κινηματογραφικά βιβλία. Αυτό συμβαίνει γιατί ήδη από εκείνη την περίοδο, αλλά και μετέπειτα, το έργο της επισκιάζεται διαρκώς από αυτό των αντρών συναδέλφων της. Μέσα σε αυτά τα χρόνια, η Πλυτά αντιμετωπίζει πολλά πρακτικά εμπόδια στη σκηνοθεσία και παραγωγή των ταινιών της και καλείται να αναμετρηθεί με τα μεγάλα ονόματα του Παλιού Ελληνικού Κινηματογράφου (ΠΕΚ). Μετά το τέλος της κινηματογραφικής της καριέρας, η ίδια ασχολείται με τη συγγραφή σεναρίων, ιστοριών και άλλων κειμένων, τα οποία δημοσιεύονται σε εγχώρια έντυπα και περιοδικά. Στα τελευταία χρόνια της ζωής της, η Πλυτά αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Έχοντας υπάρξει μάλιστα ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών, η ΕΕΣ υπερασπίζεται τα συμφέροντα της σκηνοθέτριας ενώπιον του Υπουργείου Πολιτισμού κι έτσι της απονέμεται η πρώτη τιμητική σύνταξη στην ιστορία της χώρας. Λίγα χρόνια αργότερα, στις 4 Μαρτίου 2006, η Μαρία Πλυτά φεύγει από τη ζωή πλήρης ημερών, σε ηλικία 91 ετών και αφήνει πίσω της μια σπουδαία φιλμογραφία άξια μελέτης και αναστοχασμού για τις επόμενες γενιές.
Η Άλκηστη Ακτσόγλου, μεταπτυχιακή φοιτήτρια του Τμήματος Κινηματογράφου ΑΠΘ, μίλησε για το πώς η Πλυτά εξερεύνησε την ολισθηρότητα μεταξύ του μελοδράματος και της ελληνικής ηθογραφίας φέρνοντας ως παράδειγμα την πρώτη ταινία της σκηνοθέτριας, Τ’ αρραβωνιάσματα (1950). Η ταινία βασίζεται στο ομότιτλο θεατρικό του Δημήτρη Μπόγρη και αφορά δύο ερωτευμένους νέους που ανακαλύπτουν με τραγικό τρόπο ότι τελικά είναι αδέρφια. Πρόκειται, λοιπόν, για μια ταινία που μέσα από την αφηγηματική δομή και τη θεματολογία της φαίνεται να συνδυάζει τα σημασιολογικά και τα συντακτικά στοιχεία και των δύο προαναφερθέντων ειδών. Πιο συγκεκριμένα, Τ’ αρραβωνιάσματα φαίνεται να ακολουθούν τα σημασιολογικά στοιχεία της ηθογραφίας, ωστόσο η σύνταξη της ταινίας αντλείται από το αμερικανικό μελόδραμα. Αυτός είναι ο τρόπος της σκηνοθέτριας να ανοίξει μια ευρύτερη συζήτηση για τα είδη που κυριαρχούσαν τότε στην ελληνική, ευρωπαϊκή και παγκόσμια φιλμογραφία, δοκιμάζοντας δηλαδή τα όριά τους και αμφισβητώντας τις έως τότε «καθιερωμένες» αφηγηματικές δομές τους.
Την αμέσως επόμενη χρονιά, η Πλυτά σκηνοθετεί τη Λύκαινα (1951), που αποτελεί διασκευή της ομότιτλης νουβέλας του Σόλωνα Μακρή. Ο Γρηγόρης Πρίτσας, μεταπτυχιακός φοιτητής του Τμήματος Κινηματογράφου ΑΠΘ, στην παρουσίασή του συζήτησε το πώς η Πλυτά αναπαριστά το έμφυλο ζήτημα μέσα από τη Λύκαινα. Μέσα από αυτή την ταινία, η Πλυτά πλάθει μια δυναμική ηρωίδα, διαφορετική τόσο ως προς την προσωπικότητα, αλλά και τη φυσιογνωμία, σε σχέση με τις υπόλοιπες γυναίκες γύρω της. Τα πολλά επίπεδα αντιθέσεων που «χτίζει» η Πλυτά ανάμεσα στους δύο κεντρικούς ήρωες της ιστορίας, τη Λούκα (Αλέκα Κατσέλη) και τον Αλέξη (Ανδρέα Ζησιμάτο), λειτουργούν μεταφορικά σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, ώστε να αναδείξουν το πρωταρχικό δίπολο ανάμεσα στον άντρα και στη γυναίκα. Αυτό ακριβώς το δίπολο θέτει στο στόχαστρο η σκηνοθέτρια και προσπαθεί να το ανατρέψει, έχοντας στο προσκήνιο μια ασυμβίβαστη και αποφασιστική γυναίκα όπως η Λούκα. Παράλληλα, αυτός είναι ο τρόπος της να ασκήσει κριτική και στο γεγονός ότι συχνά οι γυναίκες καλούνται να κρατήσουν μια συγκεκριμένη θέση ανάμεσα στο τι τους επιβάλλει η κοινωνία και στο τι επιθυμούν πραγματικά.
Αυτό, άλλωστε, είναι ένα δίλημμα το οποίο επανέρχεται συχνά στο έργο της σκηνοθέτριας. Τρανή απόδειξη αποτελεί η Εύα (1953), η τέταρτη κατά σειρά ταινία της Πλυτά. Όπως ανέφερε και η Μπέτυ Κακλαμανίδου, η Εύα είναι μια ταινία που διαφέρει σχεδόν από όλες τις υπόλοιπες ελληνικές ταινίες που είχαν κυκλοφορήσει έως τότε. Η κυκλοφορία της Εύας το 1953 «κηρύσσει» την άφιξη του ευρωπαϊκού μοντερνισμού και αμφισβητεί τη σύμβαση του έγγαμου βίου, θέτοντας στο προσκήνιο την ομώνυμη ηρωίδα (Νίνα Σγουρίδου), μια νέα γυναίκα, εγκλωβισμένη μέσα σε έναν δυστυχισμένο γάμο, η οποία ξεκινά μια εξωσυζυγική σχέση με έναν νεαρό άντρα, τον Αντίνοο (Αλέκος Αλεξανδράκης), που μόλις γνώρισε. Η Πλυτά μέσα από την Εύα εστιάζει στην ικανοποίηση της γυναικείας σεξουαλικής επιθυμίας αναδεικνύοντας το αντρικό σώμα ως πηγή οπτικής απόλαυσης και τοποθετεί σε πρώτο πλάνο τη χειραφέτηση, την ανεξαρτησία, αλλά και την πολυπλοκότητα του γυναικείου φύλου. Η ταινία μπορεί να ενταχθεί στο περιορισμένο, αλλά σημαντικό κινηματογραφικό σύμπαν που περιλαμβάνει το έργο σκηνοθετριών όπως η Ida Lupino. Μπορεί επίσης να σταθεί επάξια, όπως αναφέρει ο Βρασίδας Καραλής (2012, 61), δίπλα σε ταινίες όπως οι Miss Julie (Alf Sjöberg, 1951) και Thérèse Raquin (Marcel Carné, 1953), ενώ φαίνεται να ανοίγει τον δρόμο για τη Στέλλα (1955) του Μιχάλη Κακογιάννη.
Μερικά χρόνια αργότερα, διανύοντας τη δεύτερη δεκαετία της καριέρας της, η Πλυτά υιοθετεί πολλές από τις κινηματογραφικές τεχνικές που ακολουθούν οι άντρες συνάδελφοί της, γεγονός που καθιστά τις ταινίες της περισσότερο εμπορικές για την εποχή. Ο κοινωνικός προβληματισμός όμως που διατρέχει το έργο της γίνεται εμφανής και σε αυτή τη μεταγενέστερη περίοδο της καριέρας της. Πιο συγκεκριμένα, η προτελευταία ταινία της, Ο εμποράκος (1967), ενδείκνυται, όπως ανέφερε και η Μαρία Κουνενάκη, μεταπτυχιακή φοιτήτρια του Τμήματος Κινηματογράφου ΑΠΘ, για τη μελέτη της αναπαράστασης των κοινωνικών τάξεων στην Ελλάδα του ’60. Κεντρικοί ήρωες στον Εμποράκο είναι ο Αλέξης (Κώστας Καρράς) και ο νεαρός Κωστής (Βασίλης Καΐλας). Οι κεντρικοί αυτοί χαρακτήρες παρουσιάζονται ως δύο βιοπαλαιστές που προσπαθούν να βγάλουν τα προς το ζην στην καθημερινότητά τους, ο πρώτος πουλώντας εφημερίδες στον δρόμο και ο δεύτερος πουλώντας χτένες, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Η Πλυτά τοποθετεί τους δύο ήρωές της μακριά από τα πρότυπα που επέβαλε η κοινωνία για τους άντρες σχετικά με την οικονομική τους κατάσταση ή τη θέση τους στην κοινωνία, αναδεικνύοντας τη δυνατότητά τους να μετακινηθούν από τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα στην ανώτερη κοινωνική τάξη. Παράλληλα, όμως, δεν παραλείπει να δώσει την ανάλογη προσοχή και στις γυναίκες της ιστορίας, επιχειρώντας μια βαθύτερη ψυχογράφηση των ηρωίδων και αντιμετωπίζοντάς τες ως πολύπλευρα άτομα, κράματα της πραγματικότητας και των προσδοκιών που έχουν οι γύρω τους για εκείνες.
Η ημερίδα ολοκληρώθηκε με τον σχολιασμό από τον Βρασίδα Καραλή, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, και την Μπέτυ Κακλαμανίδου. Όπως επεσήμανε ο Καραλής, το έργο της Μαρίας Πλυτά αποτελεί σημαντικό κομμάτι της αναγέννησης του ελληνικού σινεμά στη μεταπολεμική περίοδο. Το τραύμα του (παγκόσμιου και εμφυλίου) πολέμου στη χώρας μας αποτυπώνεται στον ψυχισμό των χαρακτήρων της. Η Πλυτά ήταν μια γυναίκα αυτοδίδακτη, με ιδιαίτερη σκηνοθετική ματιά, η οποία γνώριζε τους κινηματογραφικούς κώδικες και τους χρησιμοποιούσε έτσι ώστε να αναδείξει τα ζητήματα που απασχολούσαν γενικότερα την κοινωνία και ειδικότερα τις γυναίκες. Κάθε μία από τις παραπάνω ταινίες, αλλά και από την υπόλοιπη φιλμογραφία της Πλυτά, δημιουργεί ένα πρόσφορο έδαφος για την περαιτέρω ανάλυση αυτών και άλλων ζητημάτων, όπως είναι οι αναπαραστάσεις της σεξουαλικής συναίνεσης στον ΠΕΚ, η αποστιγματοποίηση της ψυχικής υγείας μέσα από τις κινηματογραφικές αναπαραστάσεις ή τα ρήγματα που είναι δυνατόν να δημιουργηθούν στις καθιερωμένες αφηγηματικές δομές. Άλλωστε, το εξαιρετικά πλούσιο έργο της λειτούργησε ως σημαντικός αρωγός και για τις επόμενες σκηνοθέτριες, όπως η Λίλα Κουρκουλάκου και η Ρένα Γαλάνη, και τους επέτρεψε να πειραματιστούν με τους έως τότε κανόνες και τα όρια της κινηματογραφίας.
Το ζήτημα που προκύπτει από την εν λόγω ημερίδα είναι η ανάκτηση και η διαφύλαξη του έργου της Πλυτά ως μέρους της πολιτισμικής κληρονομιάς της Ελλάδας. Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα ο εντοπισμός του έργου δεν έχει καταστεί εφικτός, γεγονός που δημιουργεί εμπόδια στην ένταξη του ονόματός της στον Κανόνα του ελληνικού, ευρωπαϊκού και παγκόσμιου κινηματογράφου. Η ημερίδα αυτή αποτέλεσε το πρώτο βήμα ώστε να ακουστεί δυνατά το όνομα της Πλυτά, να παρουσιαστεί ένα μικρό κομμάτι του έργου της και να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στην ακαδημαϊκή έρευνα και στο ευρύτερο κοινό. Μάλιστα, η θερμή ανταπόκριση του κοινού επιβεβαίωσε αυτή την επιθυμία. Ευελπιστούμε πως σύντομα η Μαρία Πλυτά θα αποτελεί πλέον ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της ελληνικής κινηματογραφικής πραγματικότητας.
Βιβλιογραφία
Karalis, Vrasidas (2012), History of Greek Cinema, New York/London: Bloomsbury/Continuum.