ISSN: 2241-6692

BLOG - Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος

Σεπτέμβριος του 1977, παραμονές του 18ου Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου. Το 6ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου, με διαγωνιστικό τμήμα μόνο για ταινίες μικρού μήκους, που τότε διεξαγόταν μία βδομάδα νωρίτερα από το ελληνικό, έχει μόλις φέρει στη Θεσσαλονίκη τη μεγάλη χολιγουντιανή σταρ Ρίτα Χαίηγουωρθ. Η πάλαι ποτέ «Gilda», στη δύση της καριέρας της, επισκέπτεται την πόλη ως επίτιμη προσκεκλημένη της διοργάνωσης.

Τις ανταποκρίσεις του τοπικού Τύπου για μια «επιτυχημένη διοργάνωση», με «πολλές και αξιόλογες ταινίες μικρού μήκους» και «δημοφιλείς ξένους πρωταγωνιστές» διαδέχτηκε μια ξαφνική αλλαγή σκηνικού. Σε οργισμένη ανακοίνωσή της, η ΔΕΘ ―επίσημος διοργανωτής τότε του φεστιβάλ― καταγγέλλει μεθοδεύσεις Ελλήνων σκηνοθετών για αντιφεστιβάλ ελληνικού κινηματογράφου, που απειλεί την υλοποίηση της επερχόμενης διοργάνωσης. «Είναι κίνηση κατά του φεστιβάλ και επιχειρείται κατά της νοημοσύνης και ανοχής των Θεσσαλονικέων», αναφέρει η πρωτοσέλιδη ανακοίνωση της ΔΕΘ στην εφημερίδα Μακεδονία, όπου χαρακτηρίζει το Αντιφεστιβάλ 1977 «κομματική καθαρά γιορτή, σαν αυτές που γίνονται σε άλση και κήπους»,i καταγγέλλοντας την πρωτοβουλία μιας ομάδας διακεκριμένων Ελλήνων δημιουργών (Αγγελόπουλος, Βούλγαρης, Τάσιος κ.ά.) να προσπεράσουν την επίσημη διοργάνωση και να προβάλουν τις ταινίες τους σε αντιφεστιβάλ στο «Ράδιο Σίτυ». ... More


Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελληνική Αριστερά» (τ. 38, σελ. 124-128) το 1966 και αποτελεί μια από τις πρώτες προσπάθειες του Βασίλη Ραφαηλίδη να στοχαστεί συνολικά πάνω στον κινηματογράφο και τον ρόλο της κριτικής. Το κείμενο αποκαλύπτει την επένδυση της Αριστεράς εκείνη την εποχή στο κινηματογραφικό μέσο και τη στενή σύνδεση πολιτικής και κινηματογράφου που αναδείχθηκε σε σημαντική πτυχή του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, ο οποίος εκείνα τα χρόνια έκανε τα πρώτα του βήματα. Επίσης αποκαλύπτει τις ακλόνητες «βεβαιότητες» της ανερχόμενης τότε γενιάς των νέων και πολιτικοποιημένων κινηματογραφιστών: την ανωτερότητα του κινηματογράφου και τις απεριόριστες δυνατότητές του ως τέχνης· την «λαϊκότητα» του μέσου· την παθητικότητα του θεατή-δέκτη και την κρίσιμη αποστολή του κριτικού ως διαφωτιστή· την σημασία του ιδεολογικού κριτηρίου στην αξιολόγηση των ταινιών· την απόρριψη της ελληνικής εμπορικής παραγωγής· την καχυποψία απέναντι στον αμερικανικό παράγοντα· κλπ.

Όταν το ξαφνιασμένο παρισινό κοινό πρωτοείδε στις 28 Δεκεμβρίου του 1895 τις περίεργες «φωτεινές σκιές» του κινηματογράφου «Λυμιέρ» νόμισε πως πρόκειται για ένα είδος ταχυδακτυλουργικής απάτης, όμοιας με τα κόλπα του περίφημου «θαυματοποιού» Ρομπέρ Χουντέν του οποίου η μνήμη ήταν ακόμα πολύ πρόσφατη.

Άλλωστε, και οι ίδιοι οι αδελφοί Λυμιέρ ελάχιστα κατανόησαν τη σημασία του «μαγικού μηχανήματος που καταγράφει την κίνηση» και για πολλά χρόνια εξακολουθούσαν να θεωρούν τον κινηματογράφο τους σαν ένα απλό επιστημονικό αξιοπερίεργο, του οποίου η μόδα θα περνούσε σύντομα. Όμως, μέχρι το 1914, η περίεργη αυτή εφεύρεση που αποτέλεσε τη συνισταμένη και την κατάληξη μιας μακριάς σειράς επιστημονικών και τεχνικών πειραμάτων για τη μελέτη της ανάλυσης και της ανασύνθεσης της κίνησης, αλλάζει προσανατολισμό και από μέσο επιστημονικής έρευνας γίνεται τέχνη, χωρίς, φυσικά, να εγκαταλείψει ποτέ τον αρχικό της προορισμό. ... More


Αυτές τις μέρες, με τη συμπλήρωση 40 χρόνων απ’ την εξέγερση του Πολυτεχνείου, μου ‘ρθαν ξανά στο νου οι πολλαπλές περιπέτειες που έζησα με την πρώτη μου ταινία, Ανοιχτή Επιστολή. Με δανεικά από φίλους, την αμέριστη συμπαράσταση της γυναίκας μου, της ζωγράφου Τζούλιας Ανδρειάδου, (i) και τη φιλική συμμετοχή του Walter Lassally, τα γυρίσματα ξεκίνησαν στα τέλη Μαρτίου του ’67. Όλα φαίνονταν να πηγαίνουν όπως τα είχα σχεδιάσει, ώσπου ξαφνικά, το πρωί της 21ης Απριλίου λίγο πριν πάμε για το γύρισμα, ακούμε εμβατήρια απ’ το ραδιόφωνο και μαθαίνουμε πως κηρύχθηκε δικτατορία.

Νέος τότε, 31 ετών, με όνειρα που έβλεπα να χάνονται μέσα σε μια μέρα, ξανοιγμένος σε χρέη που δεν είχα να πληρώσω, με τη γυναίκα μου έγκυο στην κόρη μας, κι ένα περιβάλλον γύρω μου πνιγμένο στο φόβο, έπρεπε ν’ αποφασίσω τι θα κάνω. Τα γυρίσματα βρίσκονταν περίπου στα μισά, τα λεφτά τελείωναν, το μέλλον της ταινίας –όποτε κι αν τελείωνε– αβέβαιο, και το δίλημμα που έμπαινε πιεστικό: τα παρατάω όλα στη μέση, γκρεμίζοντας ό,τι είχε χτιστεί ως εκείνη τη στιγμή με τόση προσπάθεια κι αγωνία ή συνεχίζω όπως-όπως κι ό,τι θέλει ας γίνει; Προτίμησα το δεύτερο, κόντρα σε κάθε λογικό επιχείρημα που έλεγε ότι έπρεπε να σταματήσω.
... Περισσότερα