“ΤΑΙΝΙΑ” ΤΕΧΝΑΣ ΚΑΤΕΡΓΑΖΕΤΑΙ: Μνήμες από τα γυρίσματα της Ανοιχτής Επιστολής τις πρώτες μέρες της Χούντας
Αυτές τις μέρες, με τη συμπλήρωση 40 χρόνων απ’ την εξέγερση του Πολυτεχνείου, μου ‘ρθαν ξανά στο νου οι πολλαπλές περιπέτειες που έζησα με την πρώτη μου ταινία, Ανοιχτή Επιστολή. Με δανεικά από φίλους, την αμέριστη συμπαράσταση της γυναίκας μου, της ζωγράφου Τζούλιας Ανδρειάδου, (i) και τη φιλική συμμετοχή του Walter Lassally, τα γυρίσματα ξεκίνησαν στα τέλη Μαρτίου του ’67. Όλα φαίνονταν να πηγαίνουν όπως τα είχα σχεδιάσει, ώσπου ξαφνικά, το πρωί της 21ης Απριλίου λίγο πριν πάμε για το γύρισμα, ακούμε εμβατήρια απ’ το ραδιόφωνο και μαθαίνουμε πως κηρύχθηκε δικτατορία.
Νέος τότε, 31 ετών, με όνειρα που έβλεπα να χάνονται μέσα σε μια μέρα, ξανοιγμένος σε χρέη που δεν είχα να πληρώσω, με τη γυναίκα μου έγκυο στην κόρη μας, κι ένα περιβάλλον γύρω μου πνιγμένο στο φόβο, έπρεπε ν’ αποφασίσω τι θα κάνω. Τα γυρίσματα βρίσκονταν περίπου στα μισά, τα λεφτά τελείωναν, το μέλλον της ταινίας –όποτε κι αν τελείωνε– αβέβαιο, και το δίλημμα που έμπαινε πιεστικό: τα παρατάω όλα στη μέση, γκρεμίζοντας ό,τι είχε χτιστεί ως εκείνη τη στιγμή με τόση προσπάθεια κι αγωνία ή συνεχίζω όπως-όπως κι ό,τι θέλει ας γίνει; Προτίμησα το δεύτερο, κόντρα σε κάθε λογικό επιχείρημα που έλεγε ότι έπρεπε να σταματήσω.
Με τη βοήθεια του συνεργείου και με τακτικές “αντάρτικου” αρχίσαμε πάλι τα γυρίσματα, χωρίς κανείς να είναι βέβαιος πως θα ολοκληρωθούν· εκείνο τον καιρό όλα ήταν ρευστά. Τριγύρω μας τα πράγματα έδειχναν να πηγαίνουν καθημερινά απ’ το κακό στο χειρότερο κι ο φίλος μου ο Lassally αδημονούσε να φύγει μια ώρα αρχύτερα απ’ τη χώρα που αγάπησε και εξακολουθεί ν’ αγαπάει.
Τα γυρίσματα που είχαν μείνει –τα περισσότερα εξωτερικά και πολλά απ’ αυτά νυχτερινά– ήτανε πολύ δύσκολο να ολοκληρωθούν με τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε. Και μόνο η απαγόρευση συγκεντρώσεων πέραν των τριών ατόμων και η κυκλοφορία που απαγορεύονταν μετά τις 11 το βράδυ, για τα γυρίσματα μιας ταινίας, ήταν στοιχεία αρνητικά και επικίνδυνα. Παρ’ όλα αυτά εμείς αποφασίσαμε να συνεχίσουμε.
Η πρώτη μου επαφή με τη νέα κατάσταση ήταν στο γύρισμα που κάναμε στο πεδίο του Άρεως. Η σκηνή άρχιζε μ’ ένα πλάνο όπου το ζευγάρι του πρωταγωνιστή με μια κοπέλα (Νικηφόρος Νανέρης και Ρένα Βουτσινά) κινείται αργά, με διάθεση δήθεν ρομαντική ανάμεσα στα δέντρα, ενώ τριγύρω τους πετάνε περιστέρια. Εκείνη τη στιγμή, μόλις ήμασταν έτοιμοι να πάμε το πλάνο, καταφθάνει ένα άγημα ευελπίδων τραγουδώντας κάποιο εμβατήριο της χούντας. Το γεγονός, αν και φαινομενικά αδιάφορο, αποδείχθηκε πως θα μπορούσε να αποβεί ιδιαίτερα επικίνδυνο για μένα, καθώς ο επικεφαλής αξιωματικός που μας πλησίασε ζήτησε να μάθει τι κάνουμε, αν είμαστε νόμιμοι και αν έχουμε “άδεια λήψεως σκηνών”. Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα· τα επιβαρυντικά στοιχεία ήταν πολλά: Πρώτο ο προσωρινός τίτλος της ταινίας «Πορεία» που παραπέμπει αμέσως σε κινητοποίηση, δεύτερο τα περιστέρια (πασίγνωστο σύμβολο ειρήνης) που πετάνε στη σκηνή και τρίτο η άδεια που έχω, από την προ-χούντας κυβέρνηση, και που δεν είναι θεωρημένη από το υπουργείο Προεδρίας της δικτατορίας. «Η άδεια αυτή δεν ισχύει πια», μου πετάει ο αξιωματικός, «ποιος σου επέτρεψε να τη χρησιμοποιήσεις;» με ρωτάει, έτοιμος να με κατασπαράξει. Και τότε μου έρχεται η φαεινή. Από τις πρώτες μέρες της χούντας είχαμε μάθει πως κάποιος ακροδεξιός πολιτευτής της ΕΡΕ, πρώην Χίτης (ii) κι ένα είδος γεφυροποιού ανάμεσα στο παλάτι και τους συνταγματάρχες, ονόματι Φαρμάκης, είχε αναλάβει πραξικοπηματικά τη θέση του γραμματέα στο υπουργείο Προεδρίας. Τον άνθρωπο ούτε τον ήξερα, ούτε τον είχα δει ποτέ σε φάτσα και ούτε τον γνώρισα εκ των υστέρων. Αυτοσχεδιάζω λοιπόν και, ρισκάροντας να μπλέξω άσχημα, λέω στον επικεφαλής των ευελπίδων πως την άδεια μου την έδωσε ο κ. Φαρμάκης· το είπα και περίμενα να δω τι θα γίνει. Ευτυχώς εκείνη την εποχή η επικοινωνία ήταν προβληματική, ειδικά τις πρώτες μέρες της δικτατορίας, αλλά ο δικός μου ήταν φαίνεται τυπικός κι ήθελε να βεβαιωθεί για ό,τι του είπα. «Για έλα μαζί μου» μου πετάει αυστηρά και μια και δυο με πάει ως το περίπτερο. Τότε δεν υπήρχαν κινητά και όποια τηλεφωνήματα θέλαμε να κάνουμε απ’ έξω τα κάναμε απ’ τα περίπτερα. Παίρνει, λοιπόν, κάποιο νούμερο και τον ακούω να λέει: «Είναι εδώ ένας που γυρίζει μια ταινία με τον τίτλο “Πορεία” και τραβάει τα περιστέρια, τι να τον κάνω;». Φαίνεται πως από εκεί που τηλεφώνησε, απ’ την Ασφάλεια ή κάποια άλλη αρχή, τον ρώτησαν αν είχα άδεια και ποιος μου επέτρεψε να κάνω γύρισμα με την παλιά, και τότε αυτός επανέλαβε το παραμύθι που του είπα για τον Φαρμάκη. Η κατάσταση τις πρώτες μέρες της δικτατορίας ήταν τόσο χαοτική από άποψη οργάνωσης, που μέσα στο γενικό μπάχαλο ήταν αδύνατο να επιβεβαιωθεί ή να διαψευσθεί η πληροφορία τηλεφωνικά. Και επειδή υπήρχαν κι άλλα πολύ πιο σοβαρά θέματα για την “επανάσταση”, ο αξιωματικός, μετά τις εντολές που πήρε, αναγκάστηκε να μ’ αφήσει να συνεχίσω τη δουλειά μου – αφού το συνεργείο και ο Lassally περίμεναν υπομονετικά να τελειώσουν οι διατυπώσεις – και συνέχισε κι αυτός τα δικά του με παραγγέλματα στους ευέλπιδες.
Τον άγνωστό μου κ. Φαρμάκη χρειάστηκε να τον ξαναχρησιμοποιήσω λίγες μέρες αργότερα στο Πέραμα. Ίσχυε ακόμα η απαγόρευση της κυκλοφορίας, αλλά εγώ έπρεπε να κάνω ένα βασικό νυχτερινό γύρισμα που ήξερα ότι θα διαρκέσει πέντε με έξι ώρες. Θρασύτατα, και χωρίς να το πολυσκεφτώ, σε μια γειτονιά του Περάματος με λαϊκά σπίτια και γκρεμισμένους τοίχους, στήνω ένα travelling αρκετών μέτρων και αρχίζω τις πρόβες (είναι η σκηνή που η Θεοφίλου εξηγεί στον Νανέρη την πρωτοβουλία της ομάδας των δασκάλων), με το συνεργείο να κάνει φασαρία –ως συνήθως– και τους περίεργους απ’ τη γειτονιά να συγκεντρώνονται για να χαζέψουν το γύρισμα παρά την απαγόρευση. Λίγο μετά τις έντεκα το βράδυ, με πάνω από εκατό άτομα τριγύρω μας και αναμμένους προβολείς, εμφανίζεται και το πρώτο περιπολικό με τους αστυφύλακες κι αρχίζει η ανάκριση. Ποιος είναι ο υπεύθυνος; ποιος σας έδωσε άδεια; κλπ. Προσαγωγή στο τμήμα για επαλήθευση στοιχείων και τηλεφώνημα στην Ασφάλεια σχετικά με το παραμύθι του κ. Φαρμάκη, που φυσικά και επανέλαβα. Καθώς όμως η ασχετοσύνη του κράτους βοηθά τους τολμηρούς, το παραμύθι έπιασε και γύρισα στη δουλειά μου. Κατά τις δύο το πρωί καινούργιο περιπολικό (ίσως να είχε αλλάξει η βάρδια), ξανά στο τμήμα, ξανά ο Φαρμάκης και πάει λέγοντας· ως τα χαράματα που τελειώσαμε με πήγανε στο τμήμα τρεις-τέσσερις φορές.
Κάπως έτσι ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα της Ανοιχτής Επιστολής ενώ ο κ. Φαρμάκης δεν είχε ιδέα, όπως, ευτυχώς, δεν είχαν και οι αρχές. Όμως η χουντική επιτροπή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήτανε αρκετά ενημερωμένη ώστε να απορρίψει την ταινία, που πριν ένα χρόνο είχε βραβευτεί με το βραβείο των κριτικών (Fipresci) στο φεστιβάλ του Locarno.
Νοέμβρης 2013
i Η οποία μαζί με όλα τ’ άλλα έκανε και το μακιγιάζ της ταινίας
ii Εφημερίδα “δημοκρατία” 09/12/2012