Πώς γράφεται η κινηματογραφική ιστορία μιας χώρας; Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουρες και σίγουροι ότι έχουμε καταφέρει να συμπεριλάβουμε όλα τα πρόσωπα και γεγονότα, όπως αρμόζει; Στην περίπτωση της ιστορίας του ελληνικού κινηματογράφου, μπορούμε εύκολα να εντοπίσουμε ένα σημαντικό κενό που δημιουργείται από την αποσιώπηση των γυναικών δημιουργών για δεκαετίες. Η Μαρία Πλυτά, η πρώτη Ελληνίδα σκηνοθέτρια, είναι μία από αυτές. Για τον λόγο αυτό, η απουσία της από τον Κανόνα της ελληνικής κινηματογραφίας υπογραμμίζει την ανάγκη για την ανάδειξη, μελέτη και διατήρηση αυτού του σημαντικού κομματιού της πολιτισμικής κληρονομιάς της χώρας μας.
Στις 7 Νοεμβρίου 2022 πραγματοποιήθηκε η πρώτη ημερίδα για τη Μαρία Πλυτά, την «άγνωστη» του ελληνικού κινηματογράφου, η οποία διοργανώθηκε από το Εργαστήριο Μελέτης Ελληνικού Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (ΕΜΕΚΤ) και φιλοξενήθηκε στο 63ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. ... More
[Μπορείτε να ξαναδιαβάσετε το 1ο μέρος εδώ ]
Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο μέρος του άρθρου, η προσέγγιση της ταινίας θα γίνει με βάση αντίγραφο του σεναρίου, που προέρχεται από το προσωπικό αρχείο του Σακελλάριου. Το εξώφυλλο του σεναρίου επιγράφεται ως εξής: Σακελλάριος, «Ο ΑΛΛΟΣ», Αθήνα (χ. χ.). Το κυρίως μέρος του – που δεν είναι δακτυλογραφημένο, αλλά φωτοτυπία του χειρόγραφου από τον ίδιο τον συγγραφέα – αποτελείται από 73 αριθμημένες σελίδες. Οι σωζόμενες σελίδες αρχίζουν από τη σελίδα 2, καθώς λείπει η πρώτη σελίδα του έργου στην οποία, όπως συνάγεται από τη συνέχεια, περιλαμβάνονται τα δύο πρώτα πλάνα της ταινίας, χωρίς διαλόγους, αλλά με καθορισμό του χώρου της δράσης σε κάποιο πάρκο της Αθήνας. Τελειώνει με το φοντύ κλεισίματος της ταινίας στη σελίδα υπ’ αριθμ. 74. Το σενάριο είναι λεπτομερειακά ντεκουπαρισμένο σε 347 πλάνα. Η έκθεση της υπόθεσης θα γίνει σε οκτώ σεκάνς, ενώ παράλληλα θα παρατεθούν αυτούσια τμήματα των διαλόγων, όπου αυτό κρίνεται χρήσιμο.
Σεκάνς 1η: Στο πάρκο. Ο Χαρίλαος, ένας πειναλέος φουκαράς, αγωνίζεται να κλέψει το κουλούρι που έτρωγε ένα πιτσιρίκι, κάτω από τα μάτια της μητέρας του. Εκεί γίνεται μάρτυρας της κλοπής των χρημάτων ενός ηλικιωμένου από κάποιον ‘επαγγελματία’ λωποδύτη. Ο Χαρίλαος αποσιωπά την κλοπή, οι δύο μικροαπατεώνες φεύγουν μαζί σε κάποιο υπαίθριο φτωχοκαφενεδάκι όπου μοιράζονται τα λυμφατικά κλοπιμαία και συναποφασίζουν να μπουκάρουν (το ίδιο βράδυ) σε μια απομονωμένη βίλα, την οποία χρησιμοποιούσε ως γκαρσονιέρα ένας χρηματιστής, ουσιαστικά ακατοίκητη, όμως, από τότε που η ερωμένη του τον εγκατέλειψε. ... More
Σημείωση: Το άρθρο θα εμφανιστεί σε δυο μέρη
Για όσους ασχολούνται με τον Παλιό Ελληνικό Κινηματογράφο [ΠΕΚ] τον τελευταίο καιρό παρατηρείται μια ευχάριστη εξέλιξη: Ταινίες που για χρόνια παρέμεναν (σχεδόν) άγνωστες ή γνωστές μόνο από τους τίτλους τους στις ανθολογίες του (μεταπολεμικού) κινηματογράφου προβάλλονται από εξειδικευμένα κανάλια ή/και αναρτώνται στο διαδίκτυο από ανθρώπους που τις περισσότερες φορές είναι και φανατικοί φίλοι του είδους. Αυτό αποδεικνύεται από την ευρηματικότητά τους στην αποφυγή των κυρώσεων για παραβίαση των πνευματικών δικαιωμάτων ή την ακατάβλητη επιμονή τους να ανεβάζουν εκ νέου τις ταινίες, κάθε φορά που για τους ίδιους λόγους τερματίζεται η λειτουργία των καναλιών τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η παραβίαση της σχετικής νομοθεσίας είναι η ενδεδειγμένη λύση.
Μολονότι ένα από τα χαρακτηριστικά του μεταμοντερνισμού (ως πνευματικού κινήματος) και της μεταμοντέρνας κοινωνίας στο σύνολό της είναι «η άρνηση αποδοχής οποιουδήποτε προκαθορισμένου κριτηρίου κριτικής αποτίμησης και αξιολόγησης των τεχνών ή πράγματι της δυνατότητας εκφοράς τέτοιων αξιολογικών κρίσεων» (Hobsbawm 2010: 654), η εντύπωση που αποκομίζει κάποιος (ή τουλάχιστον ο γράφων) παρακολουθώντας τις ταινίες αυτές είναι ότι στην πλειονότητά τους υστερούν από άποψη πρωτοτυπίας στη θεματολογία, ευρηματικότητας στην πλοκή, ικανότητας των σεναριογράφων, σκηνοθετών, ηθοποιών, πλούτου κοινωνικών αναφορών, όρων παραγωγής κλπ, αν και ο χαρακτηρισμός αφορά στη συνισταμένη της διάδρασης των επιμέρους παραγόντων και όχι στον καθένα ξεχωριστά. ... More
«
Είναι μια παράξενη επιχείρηση το να κάνεις να γελάσουν οι τίμιοι άνθρωποι
».
Μολιέρος
(1)
Ο παραπάνω αφορισμός του Μολιέρου, του οποίου τα έργα υπήρξαν τα πρώτα θεατρικά αναγνώσματα του Αλέκου Σακελλάριου (2), αναφέρεται στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το ψυχαγωγικό θέατρο και ειδικότερα στην αναγκαιότητα να συμβαδίζει με κάποιους κανόνες κοινωνικής – και αισθητικής – ευπρέπειας. Με άλλα λόγια στην ενδόμυχη αγωνία του θεατρικού συγγραφέα να εναρμονίσει την καλλιτεχνική του παραγωγή με τα κοινωνικά και ιδεολογικά στερεότυπα του κοινού, ώστε το έργο του να συναντήσει τη μεγαλύτερη δυνατή απήχηση.
Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι η ελληνική μεταπολεμική κωμωδία, θέαμα κατ’ εξοχήν οικογενειακό, εμφανίζεται εξαιρετικά διστακτική, όταν πρόκειται να ασχοληθεί με θέματα όπως οι προγαμιαίες σχέσεις, οι εκτρώσεις, ακόμη και ο έλεγχος των γεννήσεων στα παντρεμένα ζευγάρια, που ακόμη «απαγορεύονταν από το νόμο, από τη θρησκεία και την εθιμική ηθική».(3) Ο παραδοσιακός (πατριαρχικός) κώδικας αναφορικά με τη γυναικεία «τιμή», που κυριαρχεί στις δημοφιλείς κωμωδίες του Παλιού Ελληνικού Κινηματογράφου (Π.Ε.Κ.), είναι σαφής: παρθενία πριν το γάμο και ολοκληρωτική συζυγική πίστη μετά απ’ αυτόν ή, με άλλα λόγια, η μονογαμία. Είναι μάλιστα τόσο ξεκάθαρος, ώστε δύσκολα γίνονται ανεκτοί πειραματισμοί γύρω από το συγκεκριμένο θέμα. Τα κορίτσια στις κωμωδίες του Π.Ε.Κ. είτε είναι «σεμνά και τίμια», οπότε δεν έχουν προγαμιαίες σχέσεις – και αν έχουν πρέπει οπωσδήποτε να οδηγήσουν στο γάμο – ή είναι «παρδαλά» και επιδιώκουν εφήμερες ερωτικές περιπέτειες, οπότε τιμωρούνται με μη αποκατάσταση – δηλαδή γάμο – εντός φιλμικού χρόνου. Γι’ αυτό σεναριογράφοι και σκηνοθέτες δυσκολεύονταν ιδιαίτερα, όταν επρόκειτο να τοποθετήσουν σε κωμικό πλαίσιο μια κοπέλα με προγαμιαίες σχέσεις. ... Περισσότερα
Τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότερο βουλιάζω στη μονομανία μου να βλέπω παλιές ελληνικές ταινίες. Πιθανότατα πρόκειται για τυπική περίπτωση «nostalgia cinema», ή, καλύτερα, «nostalgia tv», αφού τις περισσότερες οι άνθρωποι της δικής μου ηλικίας τις πρωτοείδαμε στην τηλεόραση. Ακόμη κι έτσι, όμως, βρίσκω την τέχνη των παλιών σεναριογράφων, σκηνοθετών και λαϊκών ηθοποιών μακράν ανώτερη της σημερινής. Για την ακρίβεια, όταν δουλεύω στο σπίτι, συνήθως δεν βλέπω πια τις ταινίες, αλλά αφήνω το χώρο να γεμίζει από τις ιδανικές φωνές κι αγαπημένες των ηθοποιών του Παλιού Ελληνικού Κινηματογράφου, του Λογοθετίδη, του Βέγγου, του Αυλωνίτη, του Σταυρίδη, του Κωνσταντάρα, της Βλαχοπούλου, της Καρέζη, της Νοταρά και τόσων άλλων.
Έτσι σε μια από τις τελευταίες μου αναζητήσεις στο διαδίκτυο διαπίστωσα ότι στα περισσότερα σχόλια θεατών για την ταινία Ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι (1968) επανερχόταν επίμονα η απορία – που κάποτε ήταν και δική μου – ποιο ήταν τέλος πάντων το παράπτωμα του νεαρού Χατζηθωμά που ξετύλιξε το κουβάρι της ιστορίας που οδήγησε στην ευτυχία τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, αυστηρό διοικητή της σχολής αξιωματικών του Εμπορικού Ναυτικού. Επειδή λοιπόν στη διάρκεια των ακαδημαϊκών μου ερευνών έτυχε να λύσω τη συγκεκριμένη απορία, αποφάσισα να μοιραστώ με όποιον ενδιαφέρεται τις περιπέτειες του Χατζηθωμά, που στην ουσία είναι οι περιπέτειες του δημοφιλούς θεάτρου/κινηματογράφου στη μεταπολεμική-μετεμφυλιακή Ελλάδα. ... More