ISSN: 2241-6692

BLOG - Αθήνα

Στο 56ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, η Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου απένειμε το καθιερωμένο, ετήσιο βραβείο της στη δεύτερη ταινία του Αλέξη Αλεξίου με τίτλο Τετάρτη 04:45. Λίγο πριν την κυκλοφορία της ταινίας σε DVD και Blu-ray που έχει προγραμματιστεί για τη δεύτερη εβδομάδα του Ιανουαρίου, o σκηνοθέτης συνομιλεί με τη Μαρία Χάλκου για ένα προσωπικό σινεμά είδους και για την οικουμενικότητα της δυστοπίας στην παρούσα χρονική συνθήκη, για τα αστικά και τα εσωτικά τοπία (για να δανειστούμε τα λόγια του Αργύρη Χιόνη), για το χρονικό του προαναγγελθέντος θανάτου του ελληνικού μοντερνισμού και, εν τέλει, για τη σύγκλιση αισθητικής και ηθικής μέσα και πέρα από τον κινηματογράφο.

Μαρία Χάλκου: Αλέξη, σε μια εποχή που το ελληνικό art-house συγκεντρώνει το διεθνές ενδιαφέρον, με την Τετάρτη 04:45 επιλέγεις να ασχοληθείς με μια ταινία «είδους» και μάλιστα με ένα νεο-νουάρ. Γιατί «είδος» και γιατί νουάρ;

Αλέξης Αλεξίου: Αγαπώ το σινεμά «είδους». Το είδος σού προσφέρει έναν χάρτη, ένα blueprint για να στήσεις μια ιστορία. Με ενδιαφέρει η καθαρότητα της φόρμας του, η δυναμική που κρύβει στα αφηγηματικά μοτίβα και στις δοκιμασμένες συμβάσεις του, αλλά και η «ειλικρίνεια» των προθέσεών του. Ένας αγνός θεατής-παιδί που μεγαλώνει μέσα από τις κινηματογραφικές εικόνες δεν αντιλαμβάνεται το σινεμά τόσο ως «τέχνη», αλλά ως εμπειρία με συγκεκριμένα συγκινησιακά χαρακτηριστικά: γέλιο, φόβος, αγωνία, κ.λπ. Τα κινηματογραφικά είδη, ιδανικά, στοχεύουν ακριβώς εκεί, στην καθαρότητα της εμπειρίας, στα πρωταρχικά αυτά «παιδικά» συναισθήματα. Γιατί νουάρ; Η γέννηση της γκανγκστερικής ταινίας γίνεται στα τέλη της δεκαετίας του ’20, μέσα στην οικονομική κρίση. Η κρίση είναι ένα προσδιοριστικό στοιχείο του είδους, όπως ο υπόκοσμος, η πόλη, η άνοδος και η πτώση του ήρωα – στοιχεία εντέλει ταιριαστά με τη φαντασιακή άνοδο και την πολύ κυριολεκτική πτώση μιας χώρας. ... More


(Σημ. Επιμ: Μια πρώτη εκδοχή του κειμένου αυτού διαβάστηκε στο πάνελ με γενικό τίτλο Αυτό δεν είναι η Αθήνα: η πόλη που φαίνεται, η πόλη που δεν φαίνεται, η πόλη που περισσεύει [μαζί με τις Άννα Πούπου και Ειρήνη Σηφάκη] στο πλαίσιο της ημερίδας «Φωτογραφημένη πόλη» που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Υποτρόφων Ιδρύματος Ωνάση στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στις 26 Νοεμβρίου 2013)

Η δεσπόζουσα ρητορική για την Αθήνα, την περίοδο λίγο πριν την αλλαγή της χιλιετίας και κατά την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων, ενέταξε την Αθήνα σε ένα πλαίσιο μητροπολιτικής κουλτούρας παρόμοιο με αυτό που είχε ήδη αναπτυχθεί σε άλλες μεγάλες μητροπόλεις – όχι απαραίτητα Ευρωπαϊκές – συχνά λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της διαρκούς ανακατασκευής και των ‘μπαλωμάτων’ της πρωτεύουσας. Δέκα και πλέον χρόνια πριν, την περίοδο όπου ένα μέρος του δημόσιου λόγου και συχνά και της καλλιτεχνικής πρακτικής μιλούσαν για τη «μετάβαση της Αθήνας», για την Αθήνα που ‘κατά λάθος’ έγινε μητρόπολη ή εν γένει για τη «νέα φαντασιακή της εικόνα»,(1) ο ελληνικός κινηματογράφος, προ «νέου κύματος» και προ «weird wave», ήταν σε μια έντονη διαλογική σχέση με την πόλη.

Κοιτώντας σήμερα πίσω, από κάποια σχετική απόσταση, ο κινηματογράφος της περιόδου μας δίνει μια διπλή πρόσβαση στον τότε αστικό χώρο: σαφώς έχει καταγράψει την πόλη ως αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό γεγονός, αλλά ταυτόχρονα έχει αποτυπώσει τους λόγους γύρω από αυτήν και έχει συμβάλλει στη διαμόρφωσή τους (μέσα από τη mise en scène και εν γένει το ύφος και την αφήγηση). Κυρίως όμως δίνει πρόσβαση στα απομεινάρια ενός άλλου παλαιότερου αστικού φαντασιακού, αλλά και πρόσβαση σε θραύσματα εικόνων που έδειχναν προς το τότε μέλλον. Η κριτική εξέταση των κινηματογραφικών εικόνων της Αθήνας στο τέλος της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές του 2000 μπορεί να ερμηνεύσει αυτό που φαινόταν, και κυρίως αυτό που είχε επιλεγεί να μη φαίνεται, αλλά και να αναδείξει αυτό που κατά λάθος παρείσφρησε ως αστικό περισσευούμενο και ως κινηματογραφικό πλεόνασμα, δείχνοντας προς μια μη αναμενόμενη κατεύθυνση. Η ανάλυση των «εικόνων» «μας επιτρέπει», όπως λέει ο Pierre Sorlin, «να ξεπεράσουμε την αντίθεση ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αναπαράσταση. Οι εικόνες δεν συνιστούν την πραγματικότητα, αλλά τη μοναδική μας πρόσβαση σε αυτή».(2) Ο κινηματογράφος λοιπόν αποδεικνύεται το χρήσιμο εργαλείο καταγραφής όχι μόνο του ορατού, αλλά και του αθέατου των πόλεων και του αστικού τρόπου ζωής. ... More