Πηγή: marginalia
Θα αντισταθώ στον πειρασμό να δω το λογοτεχνικό έργο του Νίκου Νικολαΐδη μέσα από το κινηματογραφικό του και θα επιχειρήσω μια πιο τυπική τοποθέτηση του έργου του στο λογοτεχνικό πεδίο και στη λογοτεχνική παράδοση. Θα τον αντιμετωπίσω δηλαδή ως λογοτέχνη.
Όσο ξεχωριστός κι αν είναι ένας δημιουργός, όσο ριζοσπαστικός ή ιδιοσυγκρασιακός, πάντοτε βρίσκεται σε ισχυρή σύνδεση με την εποχή του. Μπορεί η δράση των έργων του Νικολαΐδη να τοποθετείται στη δεκαετία του ’50 και του ’60, με το ροκ εν ρολ, τη τζαζ, το σινεμά και τα πολιτισμικά σύμβολα της εποχής, όμως τα έργα γράφονται στη μεταπολίτευση. Για παράδειγμα, αν και τα Γουρούνια στον Άνεμο (1992) διαδραματίζονται εν μέσω Χούντας, ο πατέρας του ήρωα είναι αριστερός που κατέληξε βολεμένος δημόσιος υπάλληλος· ο δε ήρωας ένας ανερμάτιστος αντισυστημικός των Εξαρχείων. Ο Νικολαΐδης στο έργο του είναι πάντα καχύποπτος απέναντι στην Αριστερά, σαρκάζει όποτε μπορεί για τους κουλτουριάρηδες αντιστασιακούς της Χούντας κ.ο.κ. Πρόκειται για μια στάση που διακρίνει και επικρίνει τη συστημοποίηση και ιδεολογική κυριαρχία της γενιάς του Πολυτεχνείου κατά την πασοκική δεκαετία του ’80 και του ’90. ... More
Στην αυτοβιογραφία του Το μακρύ ζεϊμπέκικο (1996) ο Νίκος Κοεμτζής αρθρώνει έναν λόγο εξομολογητικό και επεξηγητικό: «Αγαπούσα τους ανθρώπους, κάποτε μου έγινε αφάνταστα δύσκολο να τους αγαπώ... από τότες που χτύπαγαν τον πατέρα μου, από μικρό παιδί, απόχτησα ένα μίσος κατά της αστυνομίας. Την αστυνομία την εννοούσα σαν κράτος της Δεξιάς. Δεν έκλεψα ή δεν αδίκησα ποτέ μου έναν φτωχό ή έναν ιδεολόγο ή έναν ρέστο. Όταν σε προδίδουν οι άνθρωποι, αγαπάς αόριστα τον κόσμο. Είναι λιγότερο βασανιστικό αυτό». Η κινηματογραφική μεταφορά της ιστορίας του εγκλήματος που προσδιόρισε όπως κανένα άλλο την περίοδο της μεταπολίτευσης από τον Παύλο Τάσιο φωτίζει διαφορετικές πτυχές του δημόσιου διαλόγου και της μυθολογίας γύρω από τη δολοφονία και τον αυτουργό της.
Τα ξημερώματα της 25ης Φεβρουαρίου 1973, ο Νίκος Κοεμτζής τραυμάτισε επτά θαμώνες του νυχτερινού κέντρου «Νεράιδα» και σκότωσε με μαχαίρι δύο αστυνομικούς κι έναν πολίτη (τον αστυφύλακα Δημήτρη Πεγιά, τον υπενωμοτάρχη Εμμανουήλ Χριστοδουλάκη και τον μηχανικό αυτοκινήτων Ιωάννη Κούρτη). Ο Κοεμτζής, έχοντας παραγγείλει στην ορχήστρα το ζεϊμπέκικο τραγούδι «Βεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρη για να χορέψει μόνος στην πίστα ο μικρότερος αδερφός του, ο Δημοσθένης, εξοργίστηκε με την προκλητική στάση των θαμώνων ν’ ανέβουν στη σκηνή και να χορέψουν μαζί του. Μεθυσμένος, σκότωσε μ’ ένα μαχαίρι αυτούς που καταπάτησαν τον άγραφο νόμο της τιμής και της παραγγελιάς, σύμφωνα με τον οποίον όταν κάποιος αναθέτει και πληρώνει τον τραγουδιστή για να ερμηνεύσει κάποιο τραγούδι ως παραγγελιά, στην πίστα χορεύει μόνο εκείνος που πληρώνει ή παραγγέλνει το τραγούδι. Η διήμερη καταδίωξη και σύλληψη του γνωστού –μέχρι τότε– μικροκακοποιού Κοεμτζή θεωρήθηκε από την αστυνομία ζήτημα τιμής, εξαιτίας της επαγγελματικής ιδιότητας των θυμάτων. Καθώς δεν του αναγνωρίστηκε κάποιο ελαφρυντικό (δηλαδή το ιστορικό σχιζοφρένειας), ο μεταμελημένος Κοεμτζής καταδικάστηκε σε θάνατο, ποινή που μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη ύστερα από την κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα (1993). ... More