Ο Άλλος (1952): Ή αλλιώς, μια ταινία που πέθανε δύο φορές [Μέρος 1ο ]
Σημείωση: Το άρθρο θα εμφανιστεί σε δυο μέρη
Για όσους ασχολούνται με τον Παλιό Ελληνικό Κινηματογράφο [ΠΕΚ] τον τελευταίο καιρό παρατηρείται μια ευχάριστη εξέλιξη: Ταινίες που για χρόνια παρέμεναν (σχεδόν) άγνωστες ή γνωστές μόνο από τους τίτλους τους στις ανθολογίες του (μεταπολεμικού) κινηματογράφου προβάλλονται από εξειδικευμένα κανάλια ή/και αναρτώνται στο διαδίκτυο από ανθρώπους που τις περισσότερες φορές είναι και φανατικοί φίλοι του είδους. Αυτό αποδεικνύεται από την ευρηματικότητά τους στην αποφυγή των κυρώσεων για παραβίαση των πνευματικών δικαιωμάτων ή την ακατάβλητη επιμονή τους να ανεβάζουν εκ νέου τις ταινίες, κάθε φορά που για τους ίδιους λόγους τερματίζεται η λειτουργία των καναλιών τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η παραβίαση της σχετικής νομοθεσίας είναι η ενδεδειγμένη λύση.
Μολονότι ένα από τα χαρακτηριστικά του μεταμοντερνισμού (ως πνευματικού κινήματος) και της μεταμοντέρνας κοινωνίας στο σύνολό της είναι «η άρνηση αποδοχής οποιουδήποτε προκαθορισμένου κριτηρίου κριτικής αποτίμησης και αξιολόγησης των τεχνών ή πράγματι της δυνατότητας εκφοράς τέτοιων αξιολογικών κρίσεων» (Hobsbawm 2010: 654), η εντύπωση που αποκομίζει κάποιος (ή τουλάχιστον ο γράφων) παρακολουθώντας τις ταινίες αυτές είναι ότι στην πλειονότητά τους υστερούν από άποψη πρωτοτυπίας στη θεματολογία, ευρηματικότητας στην πλοκή, ικανότητας των σεναριογράφων, σκηνοθετών, ηθοποιών, πλούτου κοινωνικών αναφορών, όρων παραγωγής κλπ, αν και ο χαρακτηρισμός αφορά στη συνισταμένη της διάδρασης των επιμέρους παραγόντων και όχι στον καθένα ξεχωριστά.
Υπό την έποψη αυτή, η «σπανιότητά» τους δεν υπήρξε τυχαία, αλλά αποτέλεσμα πολλαπλής αξιολόγησης, αρχής γενομένης από το κοινό. Ταινίες με μικρή εμπορική απήχηση - δημοφιλία (ανα)παρήχθησαν σε λιγότερα αντίγραφα, άρα πολλαπλασιάζονταν οι πιθανότητες να χαθούν στο πέρασμα του χρόνου. Αντίστοιχα, όσοι διαχειρίζονταν τις ταινιοθήκες και τα αρχεία των εταιρειών που είχαν στη διάθεσή τους τα αρνητικά, ορμώμενοι από ανάλογη αντίληψη για την καλλιτεχνική/αισθητική ή/και την κοινωνική/ψυχαγωγική αξία των συγκεκριμένων ταινιών δίσταζαν να προβούν στη μεταγγραφή τους σε διαφορετικά φορμάτ, ώστε να διακινηθούν μέσω άλλων κυκλωμάτων, όπως η διανομή μέσω εφημερίδων κλπ. Mπορούμε επίσης να εικάσουμε ότι οι υπεύθυνοι των τηλεοπτικών σταθμών δεν αποφάσιζαν να προβάλλουν (τις) ταινίες που με κανέναν τρόπο και για κανένα λόγο δεν ξεχώριζαν από τις υπόλοιπες ταινίες του κινηματογράφου των ειδών, αλλά προτιμού(σα)ν να περιορίζονται στις λίγες εκατοντάδες ταινιών με ασφαλέστερη ψυχαγωγική αποτελεσματικότητα άρα και οικονομική ανταποδοτικότητα. Μόνο η επιμονή ενός φανατικού τηλεοπτικού ή διαδικτυακού κοινού, που αποδεικνύεται πρόθυμο να δει οποιαδήποτε ταινία του ΠΕΚ και αναζητά διαρκώς και μετά μανίας «καινούρια» ή «άπαιχτα»/σπάνια έργα, επέτρεψε σ’ αυτές τις ταινίες να επανακυκλοφορήσουν μέσα από τα νέα κανάλια της επικοινωνίας.
Η πρώτη ζωή
Μια τέτοια ταινία, που γενικά πέρασε απαρατήρητη από το κοινό, αποτελεί το αντικείμενο του παρόντος άρθρου, Ο Άλλος. Ταινία που είχε την εξαιρετικά κακή, ίσως και μοναδική, τύχη να πεθάνει ή να χαθεί στη λήθη της κινηματογραφικής ιστορίας, όχι μόνο μία, αλλά δύο φορές. Θα αρχίσω με τα στοιχεία της όπως παρατίθενται στην ιστοσελίδα της Ταινιοθήκης της Ελλάδας [1]:
Πρωτότυπος Τίτλος: Ο Άλλος , Χρονιά Παραγωγής: 1952, Σκηνοθέτης: Σακελλάριος Αλέκος, Είδος: Μεγάλου μήκους, Κωμωδία,Σενάριο: Σακελλάριος Αλέκος, Γιαννακόπουλος Χρήστος,Δ/ντής Φωτογραφίας: Hepp Joseph,Μουσική Σύνθεση: Σουγιούλ Μιχάλης, Παραγωγή: Γκλόρια Φιλμ, Ηθοποιοί: Χατζηαργύρη Ελένη, Αυλωνίτης Βασίλης, Αβδής Απόστολος, Παππάς Γιώργος, Μανέλλη Ρέα, Τζενεράλης Θάνος, Σπυρόπουλος Μανώλης, Διάρκεια: 85΄.
Σύνοψη της υπόθεσης: Ένας διαρρήκτης, ενώ μπουκάρει σε μια έπαυλη του Ψυχικού για να κλέψει, γίνεται μάρτυρας μιας αυτοκτονίας που αλλάζει για πάντα τη ζωή του. Ο αυτόχειρας είναι ένας πάμπλουτος που του μοιάζει εξαιρετικά κι έτσι ο κλέφτης παίρνει τη θέση του αυτόχειρος.
Η ηλεκτρονική βάση δεδομένων retroDB χαρακτηρίζει επίσης την ταινία κωμωδία, περιορίζει την διάρκειά της σε 80΄, ενώ αναφέρει ότι κατά την πρώτη προβολή της τη σαιζόν 1951-1952 έκοψε 42.181 εισιτήρια σε Αθήνα, Πειραιά και Προάστια και ήρθε στην 10η θέση ανάμεσα στις 15 ταινίες της χρονιάς. Ο ίδιος χαρακτηρισμός, κωμωδία, και η ίδια διάρκεια υιοθετείται και από τον Στάθη Βαλούκο (2007).
Η καταγραφή είναι κάπως διαφορετική – και ακριβέστερη – στη διεθνή βάση δεδομένων IMDb[2], όπου χαρακτηρίζεται ως «comedy - drama» και η διάρκειά της περιορίζεται ακόμη περισσότερο σε 74΄.
Η σύγχυση και οι αποκλίσεις τόσο για την ειδολογική ταξινόμηση, όσο και για τη διάρκειά της, σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στο γεγονός ότι δεν έχει σωθεί καμία κόπια της, κάτι που ωστόσο δεν αναφέρεται σε καμία από τις προηγούμενες καταγραφές. Οι διαθέσιμες πληροφορίες προέρχονται από τα δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής και συνήθως αναπαράγονται (άκριτα) από το ένα στο άλλο site. Ωστόσο, στην πορεία ακαδημαϊκής έρευνας με άλλο αντικείμενο, ανακάλυψα στο αρχείο του Σακελλάριου, που μου παραχωρήθηκε ευγενικά από την οικογένειά του, φωτοτυπημένο αντίγραφο του σεναρίου της ταινίας. Με βάση τη διαθεσιμότητα αυτή – επικουρούμενη από λεπτομερειακή έρευνα στον Τύπο της εποχής – μπορεί σήμερα να στοιχειοθετηθεί μια εγκυρότερη γνώση για το περιεχόμενο της ταινίας, με την ελπίδα να εξαντληθεί κάθε πιθανό ενδεχόμενο να ανακτηθεί και το ίδιο το φιλμικό σώμα της, τουλάχιστον σε μια παραλλαγή του.
Στις εφημερίδες της εποχής, τις παραμονές της προβολής της ταινίας δημοσιεύτηκε η παρακάτω «δήλωσις», στην πραγματικότητα (πληρωμένη) διαφήμιση της ταινίας:[3]
ΔΗΛΩΣΙΣ
Οι συγγραφείς και ο σκηνοθέτης των γνωστών ελληνικών ταινιών ‘Παπούτσι από τον τόπο σου’, ‘Μαρίνα’, ‘Οι Γερμανοί ξανάρχονται’, ‘Εκείνες που δεν πρέπει να αγαπούν’ καθώς και των μεγαλύτερων θεατρικών επιτυχιών της τελευταίας δεκαετίας, δηλώνουν για την τελευταία τους κινηματογραφική δημιουργία «Ο άλλος» τα εξής:
«Με την καινούργια μας ταινία ‘Ο άλλος’ νομίζουμε ότι συντελούμε κι εμείς στο να κάνει ένα ακόμα βήμα προόδου ο Ελληνικός Κινηματογράφος.
Το σενάριο του ‘Άλλου’ δεν το γράψαμε επάνω στη γνωστή συνταγή των Ελληνικών σεναρίων. Η υπόθεσίς του είναι μια ανθρώπινη ιστορία που θα μπορούσε να συμβεί σε οποιαδήποτε γωνιά της γης και στην κινηματογραφική αφήγησή της προσπαθήσαμε να μην απομακρυνθούμε από το γνώριμό μας κλίμα της κωμωδίας και αυτό χωρίς να λείψει το ενδιαφέρον της περιπέτειας και μια λεπτή αισθηματική συγκίνησις.
Στην ερμηνεία του ‘Άλλου’ σταθήκαμε τυχεροί. Ηθοποιοί σαν τον Γιώργο Παππά, σαν την Ελένη Χατζηαργύρη, σαν τον Βασίλη Αυλωνίτη, και σαν τον Απόστολο Αυδή ερμηνεύουν τα κύρια πρόσωπα της ταινίας μας.
Με την ευκαιρία αυτή θέλουμε να διαβεβαιώσουμε το Ελληνικό κοινό που χρόνια τώρα μας τιμά με την εμπιστοσύνη του, ότι ‘Ο άλλος’ είναι ένα από τα καλύτερα έργα μας».
ΑΛ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΣ - ΧΡ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Όπως βλέπουμε, οι σεναριογράφοι/σκηνοθέτης επιστρατεύουν το κεφάλαιο τόσο των προηγούμενων θεατρικών και κινηματογραφικών τους επιτυχιών, όσο και το καστ των πρώτης γραμμής πρωταγωνιστών, για να πείσουν το κοινό ότι θα άξιζε να πληρώσει το αντίτιμο για να παρακολουθήσει το υποτίθεται νεωτεριστικό τους έργο. Η ιδιαίτερη αυτή μέριμνα, οφείλεται και στο γεγονός ότι η εταιρεία παραγωγής της ταινίας, Γκλόρια Φιλμ, ήταν (συν)ιδιοκτησίας τους. [4]
Στις συνολικότερες ακαδημαϊκές έρευνές μου για το έργο της συγγραφικής δυάδας, δεν ανακάλυψα πληροφορίες που να εξηγούν γιατί – για τη συγκεκριμένη ταινία – δε συνεργάστηκαν με κάποια από τις καθιερωμένες εταιρείες παραγωγής, μολονότι, τουλάχιστον τη διανομή της ταινίας ανέλαβε η Σκούρας Φιλμς. Αν δηλαδή προσπάθησαν, και οι «επαγγελματίες» παραγωγοί δεν πίστεψαν στην ταινία ή οι ίδιοι αποπειράθηκαν να κάνουν άνοιγμα στην κινηματογραφική παραγωγή. Πάντως, το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι διακινδύνευαν προσωπικά κεφάλαια, τους ενεργοποίησε να φροντίσουν για την περαιτέρω διαφήμιση της ταινίας στο εξώφυλλο του επαγγελματικού περιοδικού Κινηματογραφικός Αστήρ. [5]
Ωστόσο αυτό δεν εξασφάλισε κάποιου είδους εύνοια από τον κριτικό του περιοδικού, όταν προβλήθηκε η ταινία (οι υπογραμμίσεις υπάρχουν στο αρχικό κείμενο):
«(Mια παράξενη, συναρπαστική και συνταρακτική ιστορία, πλημμυρισμένη από αγωνία, αίσθημα, γέλιο και ανθρωπιά).
Αυτή η από πάνω φράση και μια δήλωση των συγγραφέων, για την ανωτερότητα της τελευταίας αυτής δημιουργίας τους, που διάβασα στις αγγελίες των εφημερίδων, με προδιαθέσανε για κάτι εξαιρετικό, μα ό,τι είδα και άκουσα, ήτανε σχεδόν διαφορετικό και απ' την διαφημιστική αγγελία και απ' τη δήλωση των συγγραφέων.
Οι συμπαθέστατοι Σακελλάριος - Γιαννακόπουλος, φαίνεται πως τους άλλους τούς θεωρούνε πολύ αφελείς και απορώ γι αυτό, χωρίς να αμφιβάλλω πως γρήγορα θα αλλάξουνε γνώμη.
Η υπόθεση της ταινίας, όπως μας την παρουσιάσανε οι συγγραφείς και ο σκηνοθέτης είναι εντελώς απίθανη και «λειψή», η δε προσπάθειά τους να δώσουν στο ελληνικό κοινό αυτό το εξαιρετικό είδος της κινηματογραφικής τέχνης, που είναι η δραματική κωμωδία, κατά τη γνώμη μου, απέτυχε. Σχετικά με την υπόθεση της ταινίας έχω να παρατηρήσω τις πολλές χειρονομίες και τις υπερβολικές και κουραστικές φωνές των παιδιών της οικογένειας Χατζηστεφανή, χωρίς να παραλείψω το παράξενο γάβγισμα σκύλου, στο διάστημα της κλοπής, που οι περισσότεροι στην αίθουσα καταλάβανε πώς ήτανε δοσμένο από άνθρωπο και γελάσανε. Ο διάλογος ούτε κακός ούτε αξιόλογος δεν προσθέτει και δεν αφαιρεί τίποτε από το σύνολο της ταινίας.
Οι εξαιρετικοί ηθοποιοί Ε. Χατζηαργύρη, Γ. Παππάς, Β. Αυλωνίτης, Α. Αυδής και Θ. Τζενεράλης, έκαμαν ότι μπορέσανε για τον «Άλλον» που δεν τους βοήθησε διόλου στην εκδήλωση του μεγάλου ταλέντου τους […]
Το ‘ντεκουπάζ’ φτωχό και ανάλογο με το μικρό μήκος (;) της ταινίας συμβαδίζει με την όλη σκηνοθεσία του Α. Σακελλάριου και γενικά τη διάθεση των ηθοποιών που είναι ελάχιστα ικανοποιητική και μας αποκαρδίωσε, ιδίως στη σκέψη ότι Ο Άλλος κατασκευάσθηκε απ’ τον δημιουργό του ύστερα από πείρα 4-5 ταινιών. Το εμπορικό μέρος της ταινίας, άγνωστο όπως είναι τις περισσότερες φορές, τ’ αφήνω για κείνους που θα το κρίνουν».
Κ. Χ. Γιώτης [6]
Οι απόψεις των κριτικών και σε άλλες εφημερίδες είναι αντιφατικές μεταξύ τους, καθώς άλλες είναι θετικές και άλλες αρνητικές, τουλάχιστον σε εκείνες που δεν αποσιώπησαν/απαξίωσαν την ταινία:
Καθημερινή
«Ο Άλλος»
Με πρωτότυπο, για την Ελλάδα, σενάριο η νέα αυτή ταινία παρουσιάζει ενδιαφέρον από απόψεως σκηνοθεσίας και ντεκουπάζ. Εκείνο που την χαρακτηρίζει ιδιαιτέρως είναι η ευπρέπεια και η έλλειψη φθηνού μελοδραματισμού. Ο σκηνοθέτης Σακελλάριος, χωρίς να δίνει λύση στα προβλήματα και στις ατέλειες των ελληνικών ταινιών, κάνει ένα μεγάλο βήμα. Η Χατζηαργύρη, ο Τζενεράλης και ιδίως η μικρούλα Καίτη Γώγου παίζουν με πειστικότητα και καλή θέληση. Ο Παππάς στο ρόλο του αλήτη, παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειές του, δεν μπόρεσε να ζωντανέψει ένα ρόλο που δεν του πάει.
Ανυπόγραφο [7]
Τα Νέα
«Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον συγκεντρώνει η νέα ελληνική ταινία που προβάλλεται εις το ‘Ρέξ’, το ‘Αττικόν’ και το ‘Άστυ’. Μία παραγωγή της νεοσύστατης εταιρείας ‘Γκλόρια Φιλμς’. Το σενάριο οφείλεται εις τους γνωστούς θεατρικούς συγγραφείς, κ.κ. Αλ. Σακελλάριον και Χ. Γιαννακόπουλον. Το κυριώτερον ελάττωμα της ταινίας αυτής είναι ασφαλώς το σενάριο, όχι τόσο για την υπόθεσή του που φαίνεται πολύ απίθανη για την Ελλάδα, αλλά κυρίως διότι προϋποθέτει σκηνοθέτησιν με εξαιρετικήν δεξιοτεχνίαν και τεχνικά μέτρα αρτιότατα, πράγματα που ως γνωστόν λείπουν και θα λείπουν για πολύ καιρό από την κινηματογραφία μας. Αυτός ο αλήτης που υποκαθιστά κάποιον χρηματιστή…σωσία του, ο οποίος έχει αυτοκτονήσει, μυρίζει πολύ Χόλλυγουντ, η σκηνοθεσία όμως και το όλο γύρισμα θυμίζουν πάρα πολύ ελληνική κινηματογραφία και μάλιστα όχι καλής ποιότητος. Εξ άλλου και η υπόθεσις αυτή που δίνει τόσες ευκαιρίες για δραματικές αλλά και κωμικές σκηνές, παρουσιάζεται τόσο ανεκμετάλλευτη, ώστε το φιλμ να κρίνεται κάπως … λειψό. Ο κ. Γ. Παππάς και η κ. Χατζηαργύρη αποδίδουν όσο μπορούν καλύτερα τους συμβατικούς ρόλους τους. Η φωτογραφία είναι περίφημη και η μουσική καλή. Η φωνοληψία μέτρια. Οι άλλοι ηθοποιοί στους δεύτερους ρόλους, ιδίως δε ο κ. Τζενεράλης, αρκετά καλοί.
Ο ΜΕΣΟΣ ΘΕΑΤΗΣ [8]
Ελευθερία
Η νέα ελληνική ταινία της ‘Γκλόρια Φιλμς’ σου δίνει την εντύπωση φροντισμένης δουλειάς: Καθαρή φωτογραφία, όχι κακή φωνοληψία, καλοβαλμένες σκηνές και ελάχιστα σκηνοθετικά ελαττώματα. (Οι μορφασμοί του Αυλωνίτη παρατραβάνε και ο θεατής γελάει την πρώτη φορά, τη δεύτερη, την τρίτη, αλλά όχι την έκτη). Το βασικό ελάττωμα του ‘Άλλου’ είναι ... άλλο: Το σενάριο. Αν και είναι βγαλμένο από το δοκιμασμένο εργαστήριο της δημοφιλούς συγγραφικής δυάδας Χρ. Γιαννακόπουλου – Α. Σακελλάριου, δεν είναι ένα από τα καλύτερά τους. [Ακολουθεί μία παράγραφος με την υπόθεση της ταινίας].
Το έργο ολόκληρο στηρίζεται στην καταπληκτική ομοιότητα δύο ανθρώπων, εύρημα που έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον στο θέατρο, τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία, μα που νομίζω πως δεν απέδωσε πουθενά αλλού, παρά μονάχα στο ευθυμογράφημα. Και ο ‘Άλλος’ δεν είναι φάρσα, είναι ‘κομεντί’. [Ακολουθεί η εκτίμηση του/της κριτικού για τα σημεία του έργου, που δε στέκουν].
Το καλύτερο μέρος του έργου – και που όπως πολύ φοβάμαι θα δυσαρεστήσει τη μεγάλη μερίδα του κοινού που κατατρώγει λαίμαργα διάφορα υποπροϊόντα του Χόλλυγουντ – είναι εκείνο που οι δύο συγγραφείς θυμήθηκαν τον άνθρωπο και αποφάσισαν να ξαναγυρίσουν στην πικρή αλήθεια της επιγείου ζωής: το τέλος του έργου. Αντίθετα από ό,τι θα έκαναν οι Αμερικανοί συνάδελφοί τους δεν έσπευσαν να παντρέψουν τον γεμάτο με ψυχικά χαρίσματα και αδειανό στομάχι αλήτη με την απογοητευμένη χήρα ενός παραλυμένου μεγαλοαστού. [Οι επισημάνσεις δικές μου]. Ο αλήτης φεύγει συγκινημένος για να ακολουθήσει τον δρόμο του και η πλούσια χήρα μένει με τη βίλλα του μακαρίτη για να βρει προφανώς αργότερα κανένα άντρα της ‘τάξεώς’ της. Έχει μια νότα ανθρωπιάς αυτή η σκηνή και, επειδή η πικρή πραγματικότητα συγκινεί περισσότερο από τα παραμύθια, ο θεατής φεύγει συγκινημένος και με την εντύπωση πως είδε ένα ευχάριστο κράμα κωμωδίας, δράματος και αστυνομικού φιλμ, που ασφαλώς είναι πολύ καλύτερο από ένα αποτυχημένο ‘έργο τέχνης’.
Η Ελένη Χατζηαργύρη και ο Γιώργος Παπάς παίζουν πολύ καλά και ζωντανεύουν όσο μπορούν καλύτερα τους ισχνούς ρόλους των, ενώ ο Β. Αυλωνίτης δεν έχει την ευκαιρία – υποδύεται τον ρόλο ενός δικηγόρου – να επιδείξει το ταλέντο του.
Ω [9]
Σε τρία σημεία συγκλίνουν οι εκτιμήσεις των περισσότερων κριτικών. Πρώτο, η περιορισμένη χρονική διάρκεια της ταινίας, που φαίνεται ότι υπολείπεται σε σχέση με την αναμενόμενη διάρκεια μιας μυθοπλαστικής ταινίας κάτι που εξηγεί και τις αποκλίσεις των εγκυκλοπαιδικών καταγραφών της και γενικά αποτελεί ένδειξη – αν όχι τεκμήριο – καλλιτεχνικής δυστοκίας ή/και αμηχανίας σε άλλες ταινίες του σκηνοθέτη: π. χ. Ο Θύμιος τά ’κανε Θάλασσα (Σακελλάριος, 1959), με διάρκεια 73΄, κινηματογραφική μεταφορά της μουσικής κωμωδίας του Αλέκου Σακελλάριου, Η Λίζα τά ’κανε Θάλασσα, που ανέβηκε το 1949 στο θέατρο Κοτοπούλη, από τον θίασο Ελεύθερη Μουσική Σκηνή με πρωταγωνίστρια τη Μαρίκα Νέζερ. Δεύτερο, ότι οι δημιουργοί της πειραματίζονται με το είδος της δραματικής κωμωδίας, και τρίτο, ότι απέτυχαν στο εγχείρημά τους. Τρανταχτή εξαίρεση, η εύστοχη, αλλά εσωτερικά αντιφάσκουσα άποψη του/της κριτικού της Ελευθερίας, που φαίνεται να συμμερίζεται τις εξαγγελίες των δημιουργών της ταινίας.
Δυστυχώς, όλες αυτές οι εκτιμήσεις ή/και (κυρίως οι) άλλες που αφορούν στις υπόλοιπες (αμιγώς κινηματογραφικές) παραμέτρους, δεν είναι δυνατόν πλέον να επαληθευτούν, εφόσον η ταινία λανθάνει. Με βάση αυτό το δεδομένο, θα αποπειραθώ να εκθέσω πιο αναλυτικά την υπόθεσή της, όπως προκύπτει από το σωζόμενο σενάριό της, ώστε να αποκτήσουν νόημα και οι επαγγελίες των δημιουργών, και οι εκτιμήσεις των κριτικών, και οι προσωπικοί μου ισχυρισμοί, που θα εκτεθούν στη συνέχεια, τουλάχιστον για τα σημεία εκείνα όπου, κατά τη γνώμη μου, το αισθητικό στοιχείο συνυφαίνεται με το ηθικό και το κοινωνικό.
Βιβλιογραφία
Βαλούκος, Στ. (2007), Φιλμογραφία του ελληνικού κινηματογράφου 1914-2007, Αθήνα: Αιγόκερως.
Ηλιάδης, Φ. (χ. χ.), Ο ελληνικός κινηματογράφος 1906-1960, Αθήνα: Φαντασία.
Hobsbawm, Ε. (2010), Η Εποχή των Άκρων Ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας (1914-1991) (μετ. Βασίλης Καπετανγιάννης), Αθήνα: Θεμέλιο.
[1] Για επιπλέον πληροφορίες δείτε εδώ http://tainiothiki.gr/v2/filmography/view/1/160
[2] Για παραπάνω πληροφορίες δείτε εδω https://www.imdb.com/title/tt0139825/
[3] Η συγκεκριμένη προέρχεται από Τα Νέα, 7 Ιανουαρίου 1952.
[4] Ο Θανασάκης ο Πολιτευόμενος (1954) ήταν η δεύτερη και τελευταία ταινία που επέπρωτο να παραγάγει (σε συνεργασία με την Σπέντζος Φιλμς) η εταιρεία μετά την απροσδόκητα περιορισμένη εμπορική επιτυχία και αυτής στον κινηματογράφο (Ηλιάδης, χ.χ. : 102).
[5] τ. 14/ 688, 15 Σεπτεμβρίου 1951
[6] τ. 1/696, 15 Ιανουαρίου 1952
[7] 9 Ιανουαρίου 1952
[8] 8 Ιανουαρίου 1952
[9] 9 Ιανουαρίου 1952