Ο ORSON WELLES στα... Γιάννενα
1967. Άνοιξη. Χούντα. Τα γυρίσματα της πρώτης μου ταινίας Ανοιχτή Επιστολή έχουν αναγκαστικά διακοπεί και δεν φαίνεται στον ορίζοντα πιθανότητα να μπορέσω να τα ολοκληρώσω. Απελπισία… Ξαφνικά ένα τηλεφώνημα από το Λονδίνο αλλάζει τα δεδομένα. Ο φίλος μου και συνεργάτης Walter Lassally ρωτάει αν μ’ ενδιαφέρει να δουλέψω σα βοηθός σκηνοθέτη σε μια εγγλέζικη ταινία που θα γυριστεί στην Ελλάδα το καλοκαίρι, μ’ εκείνον διευθυντή φωτογραφίας. Με χάλια οικονομικά και τη μισή ταινία στα κουτιά, φυσικά και μ’ ενδιαφέρει.
Ο τίτλος της ταινίας Oedipus the King, με σκηνοθέτη τον Philip Saville – που είχε κάνει ως τότε μόνο τηλεόραση – και παραγωγό τον Michael Luke που ήταν εκτός από εμπνευστής του εγχειρήματος και συν-σεναριογράφος. Τους βασικούς ρόλους σ’ αυτή την διασκευή της τραγωδίας του Σοφοκλή είχαν ο Christopher Plummer ως Οιδίπους, η Lilli Palmer Ιοκάστη, ο Richard Johnson ως Κρέων και ο Orson Welles Τειρεσίας, μαζί με κάποιους άλλους όπως ο Roger Livesey βοσκός, ο Cyril Cusack άγγελος και ο νέος τότε, κι όχι τόσο γνωστός, Donald Sutherland ως κορυφαίος του χορού. Από ελληνικής πλευράς, εκτός από το Δήμο Σταρένιο ως ιερέα, είχαν επιλεγεί ο Γιώργος Διαλεγμένος, ο Μίνως Αργυράκης, ο Γιώργος Οικονόμου και ο Τάκης Εμμανουήλ στο χορό – κι άλλοι που δεν θυμάμαι πια – ενώ στον δημιουργικό τομέα ήταν η Ντένη Βαχλιώτη στα κοστούμια, ο Γιάννης Μιγάδης στα σκηνικά και ο Γιάννης Χρήστου στη μουσική. Την όλη οργάνωση παραγωγής στην Ελλάδα είχε η Άσπα Σωτήρχου, με τον Γιώργο Σαρρή διευθυντή παραγωγής, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του συνεργείου ήταν Έλληνες.
Τα γυρίσματα στο αρχαίο θέατρο της Δωδώνης – όπου θυμέλη και κερκίδες μαζί με τον κάμπο εμπρός και τα βουνά στο βάθος αποτελούσαν το φυσικό σκηνικό – άρχισαν κάπου τον Ιούλιο, αν θυμάμαι καλά. Ζέστη, κι ένα διαρκές πηγαινέλα ανάμεσα στην πόλη των Ιωαννίνων, όπου μέναμε, και στο θέατρο της Δωδώνης. Μικροπροβλήματα φυσικά υπήρχαν, τα περισσότερα αναμενόμενα για μια ξένη παραγωγή στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’60, αλλά είχαμε και τις πλάκες μας. Για παράδειγμα, κοντά στο δυσεπίλυτο πρόβλημα του πώς ένα μικρό ταβερνάκι δίπλα στο θέατρο θα κατάφερνε να ταΐσει τόσο κόσμο, είχαμε και τον ειδικό στις οπλομαχίες Alf Joint – τον οποίο το συνεργείο τον βάφτισε από την πρώτη μέρα «Μαχομάχο» – να θέλει να του βρούμε από τα γύρω χωριά νέους για τις σκηνές μάχης – υπήρχαν αρκετές τέτοιες αυθαιρεσίες στην ταινία – για να τους εκπαιδεύσει στην ξιφομαχία. Ή την ώρα που επιστράτευα κάθε πιθανή ή απίθανη δικαιολογία για να κατευνάσω τον εκνευρισμό των ηθοποιών του χορού – δικαιολογημένη, άλλωστε, με τόσες ώρες στο πόδι και κάτω από τον ήλιο – να ‘χω και τη Ντένη Βαχλιώτη με τα χέρια βουτηγμένα στις μπογιές ως τους αγκώνες (έβαφε μόνη της τα υφάσματα) να με κυνηγάει να δοκιμάσει επάνω μου το κοστούμι του Οιδίποδα γιατί είχαμε, λέει, τις ίδιες αναλογίες με τον Christopher Plummer.
Σε γενικές γραμμές πάντως τα πράγματα κυλούσαν ομαλά, κι ο Michael Luke, ένας sui generis τύπος – Byronic in his Bohemian good looks, life style, and loves όπως γράφτηκε μετά το θάνατό του το 2005 – έκανε ό,τι μπορούσε για να περνάμε καλά ηθοποιοί και τεχνικοί, αν και ο ίδιος καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα όσο λιγόστευαν τα λεφτά, ενώ η Universal – που με τον άνθρωπό της επί τόπου αγόραζε ποσοστά – τον περίμενε στη γωνία. Ώσπου, στα μισά περίπου της δεύτερης εβδομάδας, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, υποχρεώθηκα εκ των πραγμάτων, εκτός από τον ρόλο του πρώτου βοηθού σκηνοθέτη, να αναλάβω κι εκείνον του «συντονιστή» της παραγωγής (κάτι σαν άτυπος διευθυντής παραγωγής δηλαδή).
Από εκείνη τη στιγμή και μετά, ανάμεσα στις πολλές ευθύνες που επωμίστηκα χωρίς να θέλω, είχα και την αγωνία για το αν θα εμφανιστεί ποτέ ο Orson Welles ή αν θα έπρεπε ν’ αναζητήσουμε έγκαιρα κάποιον αντικαταστάτη στην περίπτωση που δεν θα ερχόταν. Τις δικές μου ανησυχίες τις συμμερίζονταν και αρκετοί ξένοι ηθοποιοί, παρ’ όλο που εκείνη την εποχή ήταν γνωστό ότι έπαιζε μικρούς ρόλους σε διάφορες άσχετες παραγωγές με μεροκάματο 25.000$, αν θυμάμαι καλά, και πολλοί απ’ αυτούς διηγούνταν απίθανες ιστορίες για την εκκεντρική του συμπεριφορά και τον κακό του χαρακτήρα. Ο δε Christopher Plummer, ανερχόμενος σταρ του Χόλυγουντ τότε, άφηνε να εννοηθεί, χωρίς να το λέει καθαρά, πως η παρουσία του Orson Welles στην ταινία ήταν μπλόφα της Παραγωγής για να τον δελεάσουν να παίξει.
Αυτή ήταν πάνω κάτω η κατάσταση τις πρώτες εβδομάδες, αλλά όσο πλησίαζε η μέρα που, υποτίθεται, θα εμφανιζόταν ο Orson Welles, τόσο εμένα μ’ έζωναν τα φίδια κι έθετα ξανά και ξανά το θέμα του αντικαταστάτη στον Michael Luke. Περιέργως όμως τόσο αυτός όσο και μια αμερικανίδα γραμματέας παραγωγής – που δε θυμάμαι το όνομά της – έδειχναν να μην ανησυχούν ιδιαίτερα και με διαβεβαίωναν πως θα έρθει οπωσδήποτε. Η γραμματέας μάλιστα μου έλεγε πως είχε μιλήσει μαζί του η ίδια τηλεφωνικά πριν ένα μήνα, όταν ο Welles βρισκόταν κάπου στο Χονγκ Κονγκ, και είχαν ορίσει και την ημερομηνία, αλλά και την ώρα, που θα ερχόταν μόνος του στα Γιάννενα. Τώρα, από πού κι ως πού ένας αμερικανός ηθοποιός, και μάλιστα ο Orson Welles, θα μπορούσε να βρεθεί ξαφνικά από το Χονγκ Κονγκ στα Γιάννενα χωρίς κανείς από την Παραγωγή να τον παραλάβει από το αεροδρόμιο στην Αθήνα και να τον φέρει, μου φαινόταν πολύ παράξενο, αλλά δεν ήθελα και να επιμείνω, καθώς, με τη νέα μου ιδιότητα, είχα κι άλλα θέματα ν’ αντιμετωπίσω εκείνες τις ημέρες, όπως την πρόταση της Παραγωγής, της Crossroads World Film Services, για μείωση των ατόμων του συνεργείου λόγω οικονομίας (1).
Σε μια πορεία πάνω από μισό αιώνα στον κινηματογράφο υπάρχουν γεγονότα που με την πάροδο του χρόνου διαγράφονται οριστικά από τη μνήμη, όπως υπάρχουν κι άλλα που παραμένουν ανεξίτηλα όσα χρόνια κι αν περάσουν. Ένα τέτοιο γεγονός είναι για ‘μένα και η μέρα που είχε οριστεί για την άφιξη του Orson Welles στα Γιάννενα. Σαράντα εφτά χρόνια μετά τη θυμάμαι αυτή τη μέρα σαν να είναι τώρα.
Η ώρα που είχε ορίσει ο ίδιος ήταν γύρω στις έξι το απόγευμα. Κατά τις πέντε, παρά τις όποιες αμφιβολίες μου, κατέβηκα στο Χωλ του ξενοδοχείου όπου, όπως έκανα κάθε μέρα, ανάρτησα το «όρντινο» της επόμενης στον πίνακα δίπλα στο ασανσέρ. Σ’ αυτό, εκτός των άλλων, έγραφα – με κάποιο θράσος είναι η αλήθεια – πως ο κ. Orson Welles θα έπρεπε να είναι έτοιμος στις εφτά το πρωί για την μεταφορά του στον τόπο του γυρίσματος, βάζοντας από κάτω φαρδιά πλατιά την υπογραφή μου.
Το Χωλ του Ξενία ήταν τελείως άδειο εκείνο το απόγευμα. Όλοι είχαν εξαφανιστεί ως δια μαγείας με πρώτο και καλύτερο τον σκηνοθέτη. Παραγωγός, ηθοποιοί, τεχνικοί κι υπεύθυνοι της παραγωγής, Έλληνες και ξένοι, όλοι άφαντοι. Ψυχή. Φόβος και τρόμος είχε καταλάβει τους πάντες, μόνο και μόνο στην ιδέα πως υπήρχε περίπτωση να έρθουν φάτσα με φάτσα με το «ιερό τέρας». Είχα κι εγώ την αγωνία μου, δε λέω, αλλά ούτε που μου πέρασε από το μυαλό να το σκάσω· με τίποτε δεν θα έχανα αυτή τη μοναδική εμπειρία – αν φυσικά εμφανιζόταν – κι έκατσα και περίμενα. Σε μια στιγμή μάλιστα που είδα την γραμματέα έτοιμη να το σκάσει κι εκείνη, την άρπαξα απ’ το χέρι και την κράτησα μαζί μου με το ζόρι· αν μη τι άλλο, αν εμφανιζόταν τελικά ο Orson Welles, να υπήρχε κι ένας άνθρωπος της Παραγωγής να τον υποδεχτεί.
Και ξαφνικά, γύρω στις έξι, σταματάει μπροστά στην είσοδο του Ξενία ένα ταξί – απ’ αυτά που λέγαμε τότε «πειρατικά» – μ’ ένα τεράστιο μεταλλικό κιβώτιο στη θέση του συνοδηγού, που στην αρχή το πέρασα για μπαούλο με ρούχα. Ο οδηγός κάνει το γύρο του αυτοκινήτου βιαστικός κι ανοίγει την πίσω πόρτα απ’ όπου – ώ του θαύματος – βγαίνει αυτοπροσώπως ο Orson Welles, ακολουθούμενος από μια Ιταλίδα, αν θυμάμαι καλά, πολύ εντυπωσιακή. Οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου τρέχουν να ξεφορτώσουν τις βαλίτσες, ενώ η γραμματέας που τον υποδέχθηκε τον οδηγεί στη ρεσεψιόν για τα τυπικά. Μέχρι να γίνουν οι απαραίτητες διαδικασίες, ο οδηγός – που ήταν συστημένος από Έλληνα φίλο του Welles – πρόλαβε να μου εξηγήσει πως το μεταλλικό κιβώτιο – ένα είδος αυτοσχέδιου ψυγείου πάγου – όταν ξεκίνησαν απ’ την Αθήνα ήταν γεμάτο σαμπάνιες και ψητά κοτόπουλα και τώρα είναι ζήτημα αν είχε μείνει τίποτα μέσα. Αυτή ήταν κι η πρώτη μου εντύπωση από το αδηφάγο «ιερό τέρας» που μας ήρθε…
Στο μεταξύ η γραμματέας πηγαίνει με τον Orson Welles προς το ασανσέρ, όπου και του δείχνει το «όρντινο». Αυτός, τυπικός επαγγελματίας, διαβάζει το πρόγραμμα που έχω συντάξει και ζητάει να γνωρίσει τον βοηθό που το υπογράφει. Πλησιάζω, με χαιρετάει ευγενικά, πάντα με το γνωστό πούρο στο στόμα, και μου λέει πως θα πρέπει ν’ αλλάξω πρόγραμμα – κάτι που είχα ήδη προβλέψει για την περίπτωση που δεν θα ερχόταν – κι ότι, ναι μεν, θα έρθει κάποια ώρα αύριο στον τόπο του γυρίσματος, αλλά δεν θα δουλέψει, ούτε και θα χρεώσει την Παραγωγή. Από μένα θέλει μόνο μια λίστα με όλα τα ονόματα του συνεργείου, από τον διευθυντή φωτογραφίας μέχρι τον τελευταίο ηλεκτρολόγο, όπως επίσης και μια άλλη λίστα με τα ονόματα των ηθοποιών.
Την επομένη, στο χώρο του γυρίσματος, η αγωνία της επικείμενης άφιξης του Orson Welles ήταν ολοφάνερη, κυρίως στους αμερικανούς ηθοποιούς, αν και φαινομενικά όλα ακολουθούσαν το εναλλακτικό πρόγραμμα της ημέρας, μια σκηνή του Οιδίποδα με το χορό στην άκρη της θυμέλης. Το πλάνο έτοιμο να γυριστεί, όλοι στις θέσεις τους και με το “action” του σκηνοθέτη, ακούμε δυνατές ομιλίες έξω από το θέατρο. Το πλάνο διακόπτεται, εγώ φωνάζω για να γίνει ησυχία, και με το «ησυχία» κάνει την εμφάνισή του από την πύλη του αρχαίου θεάτρου ο Orson Welles. Τον συνοδεύει ο Michael Luke. Αναγκαστική διακοπή, όλα τα βλέμματα στραμμένα επάνω του, κι ο Michael Luke κάνει τις απαραίτητες συστάσεις, αρχίζοντας από τους ηθοποιούς. Ο Welles τους χαιρετάει όλους έναν έναν, και μόλις του συστήνουν τον Christopher Plummer, αντί να πει κάτι σαν «έχω δει την ταινία σου» ή απλά «χαίρω πολύ», του λέει: «Έχω ακούσει να μιλάνε για σένα τότε που σε πέταξαν με τα ρούχα στην πισίνα, στο πάρτι της...» κι αναφέρει το όνομα μιας Χολιγουντιανής celebrity. Ο Christopher Plummer το καταπίνει, όπως ήταν επόμενο, κι εγώ καταλαβαίνω από πρώτο χέρι τι σημαίνει αυτό που λεγόταν για τον δηκτικό του χαρακτήρα. Μετά ήρθε η σειρά των τεχνικών. Η διαφορά συμπεριφοράς εδώ ήταν ολοφάνερη. Ξεκινώντας απ’ τον Walter Lassally τους χαιρετάει όλους ευγενικά – αν και το ελληνικό συνεργείο δεν έδειξε να εντυπωσιάζεται ιδιαίτερα για το γεγονός, καθώς οι καθημερινές ειδήσεις που έφθαναν από την Αθήνα σχετικά με τη χούντα μας απασχολούσαν όλους – και στη συνέχεια μού ζητάει να τον πάω στο χώρο του μακιγιάζ, ένα βοηθητικό οίκημα του θεάτρου όπου είχαμε και τα κοστούμια των ηθοποιών. Εκεί, αφού δοκίμασε πρόχειρα το κοστούμι του Τειρεσία, ζήτησε απ’ τη Βαχλιώτη να του φτιάξει μια καμπούρα από αφρολέξ για να κάνει τον Τειρεσία ακόμα πιο γέρο και πιο χοντρό.
Στη μεσημεριανή διακοπή για φαγητό ο Welles συζητούσε ακόμα στο καφενείο με τον Michael Luke για την περικοπή των ημερών που θα δούλευε – από τέσσερις σε δυο – και τις αλλαγές στο σενάριο σύμφωνα με τις δικές του υποδείξεις, όταν του έφεραν κι εκείνου να δοκιμάσει από το φαγητό της ημέρας· κεφτέδες με πατάτες τηγανητές. Μόλις είδε το πιάτο με 4-5 κεφτέδες και μια καλή μερίδα πατάτες, έβαλε τα γέλια ρωτώντας «τι είναι αυτό;», κι ο Michael Luke ζήτησε να φέρουν αμέσως άλλες δυο μερίδες τουλάχιστον, τις οποίες καταβρόχθισε εν ριπή οφθαλμού, ενώ εγώ είχα ακόμα μια ευκαιρία να «θαυμάσω» την αδηφαγία του.
Αυτή ήταν η μια όψη αυτού του ιδιαίτερου ανθρώπου, γιατί υπήρχε και η άλλη που είχα την τύχη να τη δω την επομένη, όταν ζήτησε να τον πάνε στο μακιγιάζ στις πέντε το πρωί. Εκεί, με πολύ μεγάλη υπομονή, άρχισε να μακιγιάρεται μόνος του. Επί ώρες «ζωγράφιζε» μικρές κόκκινες και πράσινες φλέβες στα μάγουλα και στη μύτη του, καθώς ήθελε να ερμηνεύσει τον Τειρεσία ως έναν μέθυσο, ενώ ταυτόχρονα μελετούσε το ρόλο του με τη βοήθεια της script girl (Μαίη Καψάσκη).
Όπως ήταν αναμενόμενο, όταν ήρθε η ώρα του γυρίσματος, τόσο ο δικός του όγκος όσο κι αυτός που πρόσθεσε με την καμπούρα και το φόρεμα τον έκαναν δυσκίνητο κι έπρεπε να πηγαίνει κάποιος μπροστά να τον οδηγεί κι ένας από πίσω να τον προσέχει, έτοιμος να τον πιάσει αν παραπατούσε. Γενικά η εμφάνισή του είχε γίνει θέαμα. Στο γύρισμα πάντως ήταν ολοφάνερο πως όλοι οι άλλοι ηθοποιοί είχαν τρακαριστεί, ο δε σκηνοθέτης, ο Philip Saville, σε όλα τα πλάνα που εμφανιζόταν ο Orson Welles ήτανε κυριολεκτικά απών· δεν τόλμησε να κάνει την παραμικρή υπόδειξη και τον άφησε να «σκηνοθετήσει» τον εαυτό του. Το μεσημέρι, την ώρα της διακοπής για φαγητό, ο Welles μού ζήτησε να πάμε στο σημείο που είχε επιλέξει για ν’ απαγγείλει τα δυο μεγάλα αποσπάσματα του Τειρεσία, στην άκρη μιας κερκίδας. Δεν θέλησε να φάει, και ζήτησε να μείνουμε μαζί του μόνο οι απαραίτητοι· δηλαδή ο Lassally με τον βοηθό του (Γιώργο Αντωνάκη), ο ηχολήπτης (Νίκος Δεσποτίδης), ο μακιγιέρ (Ron Berkeley), το script girl, ένας ηλεκτρολόγος κι εγώ. Θα περιμέναμε εκεί, κάτω από μια ομπρέλα, να χαμηλώσει ο ήλιος στο ύψος των ματιών του ώστε, κοιτάζοντάς τον, να φαίνεται πραγματικά τυφλός. Συνεννοήθηκε και με τον Lassally να μη διακόψει το γύρισμα μέχρι να παίξει τα βλέφαρά του ή ν’ αρχίσει να δακρύζει από τον ήλιο, και κάτσαμε να περιμένουμε. Σε όλη τη διάρκεια αυτής της αναμονής, καθισμένοι στις κερκίδες του θεάτρου, είχα την ευκαιρία να τον ακούσω να μου μιλάει για τον ρόλο που έπαιζε το θέατρο στην αρχαία Ελλάδα, για την εκφορά του λόγου, για τους θεατές που έφερναν σκόρδα και κρεμμύδια από το σπίτι τους για να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις στη διάρκεια της ημέρας, και άλλα πολλά που έδειχναν το μέγεθος των γνώσεων του ανθρώπου γύρω από το αντικείμενό του· το θέατρο.
Κάποια στιγμή ο ήλιος έφθασε στο επιθυμητό σημείο κι άρχισε το γύρισμα. Τότε έγινε φανερή σ’ όλους μας και η γκάμα που διέθετε αυτός ο προικισμένος ηθοποιός· ο Τειρεσίας του ήταν απόλυτα πειστικός και... τυφλός! Όμως κάποια στιγμή άρχισε να δακρύζει κι ο Lassally διέκοψε το γύρισμα, όπως είχαν συνεννοηθεί. Ο Welles, μετά από ένα σύντομο «στέγνωμα» από τον μακιγιέρ, θέλησε να συνεχίσει ζητώντας από τον Lassally να μην αλλάξει κάδρο. Αυτό ο Lassally αρνήθηκε να το κάνει, κι έτσι αρπάχτηκαν για λίγο ενώ ο ήλιος έπεφτε. Η θέση του Lassally ήταν πως χωρίς αλλαγή κάδρου δεν θα μπορούσε να μονταριστεί η σκηνή, και του Welles πως εφόσον άλλαζε θα πήγαινε αναγκαστικά σε πολύ περιορισμένο κοντινό, πράγμα που κατά τη γνώμη του είναι τελείως αφύσικο, κανείς δεν βλέπει τον άλλον από τόσο κοντά έλεγε, αν κι ο ίδιος στις ταινίες του έχει αρκετά close ups. Για να μη χαθεί το γύρισμα και υποχρεωθεί η Παραγωγή να πληρώσει άλλο ένα μεροκάματο στον Orson Welles, o Lassally ζήτησε απ’ τον βοηθό του να βάλει στην κάμερα το zoom, ώστε να μη μπορεί ο Welles να ελέγξει το μέγεθος του κάδρου – δεν υπήρχε τότε το camera assist – κι έτσι τέλειωσε το γύρισμα με την επικράτηση του πεισματάρη Lassally.
Αυτή ήταν με δυο λόγια η σύντομη γνωριμία μου με τον Orson Welles, την οποία, ακόμα και σήμερα, θεωρώ ως κάτι ξεχωριστό που συνέβη στην κινηματογραφική μου πορεία.
Απρίλιος 2014
Γιώργος Σταμπουλόπουλος
Υποσημείωση
(1) Επειδή λόγω της στάσης μου δεν έγιναν απολύσεις, όταν τέλειωσε η ταινία κι επιστρέψαμε στην Αθήνα, πολλά από τα μέλη του συνεργείου ήρθαν να βοηθήσουν να ολοκληρώσω τα γυρίσματα της δικής μου ταινίας χωρίς αμοιβή.
Η άφιξη του Όρσον Γουέλς στην Αθήνα (Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο)