ISSN: 2241-6692

BLOG

01/09/2014
ΟΙ ΚΩΜΙΚΟΤΡΑΓΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΜΙΑΣ ΜΙΚΡΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ: «Δάκρυα Πραγμάτων» και ηλιθιότητες γραφειοκρατών

(Σχ. Επ.: Τις μέρες αυτές συμπληρώνονται εφτά χρόνια από το θάνατο του Νίκου Νικολαΐδη, αιρετικού και δημοφιλούς σκηνοθέτη της γενιάς του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Το Filmicon τιμά τη μνήμη του δημοσιεύοντας μια άγνωστη επιστολή του που εμφανίστηκε στις 8 Απριλίου 1967 στη Δημοκρατική Αλλαγή, απογευματινή εφημερίδα της ΕΔΑ. Ο 28χρονος τότε Νικολαΐδης, με καυστικό και χιουμοριστικό ύφος, περιγράφει τις περιπέτειές του με τους αιθουσάρχες και την κρατική γραφειοκρατία, στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει στην πρώτη μικρού μήκους ταινία του – Lacrimae Rerum / Δάκρυα Πραγμάτων (1962) – διανομή στους κινηματογράφους και προβολή σε διεθνή φεστιβάλ. Η απεύθυνση στον Τύπο της Αριστεράς, το αίτημα για κρατική στήριξη του κινηματογράφου τέχνης, η απαξίωση της εμπορικής παραγωγής, αλλά και οι πρώτες υποστηρικτικές νομοθετικές πρωτοβουλίες του κράτους, οι πειραματισμοί και τα ανοίγματα των νέων σκηνοθετών προς το εξωτερικό – όπως διακρίνονται στο υπόστρωμα της επιστολής του Νικολαΐδη – αποκαλύπτουν κάτι από τις ζυμώσεις και το κλίμα της εποχής λίγο πριν τη δικτατορία, που πολύ σύντομα οδήγησαν στην έκρηξη του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Έρευνα: Μαρία Χάλκου).

Αγαπητή Αλλαγή,

θέτω υπ’ όψιν των φίλων του κινηματογράφου τα παρακάτω κωμικοτραγικά:

Στις 7 Αυγούστου του1963, το Υπουργείο Βιομηχανίας έχοντας υπ’ όψιν τας διατάξεις των άρθρων 13, 16 και 17 του Ν.Δ. 4208/61 «περί μέτρων δια την ανάπτυξιν της Κινηματογραφίας εν Ελλάδι, κλπ.», αποφάσισε ομοφώνως να χαρακτηρίσει την ταινία μου ΛΑΚΡΙΜΕ ΡΕΡΟΥΜ προστατευόμενη. «Διότι αύτη παρουσιάζει καλλιτεχνικά ή πνευματικά στοιχεία» (τι πάει να πει αυτό; τρέχα γύρευε) «και «είναι άρτια από τεχνικής απόψεως» (Άρθρο 16).

Με λίγα λόγια «Οι επιχειρηματίαι κινηματογραφικών αιθουσών υποχρεούνται όπως προβάλλουν ανά τρίμηνον τέσσαρας ταινίας μικρού μήκους εκ των χαρακτηρισθεισών ως προστατευομένων». Είδατε εσείς καμιά; Το έγγραφο (Α.Π. 59405/36105/500/7.8.63) κοινοποιήθηκε στο Αρχηγείο Χωροφυλακής, Αρχηγείο Αστυνομίας Πόλεων, στην ΠΟΚΕ, ΠΕΚ και «προς άπαντας τους επιχειρηματίας κινηματογραφικών αιθουσών (τη μερίμνη υποτίθεται της Χωροφυλακής), Αστυνομίαν και «προς εκτέλεσιν» (υποτίθεται) (Άρθρο 17).

Υπογραφή Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ Γ. Δροσόπουλος

Ιδού και η εκτέλεσις:

Νιώθοντας πολύ μα πολύ «προστατευόμενος» (γιατί όχι – είχα όποια αίθουσα ήθελα, θα κέρδιζα χρήματα, θα έφτιαχνα μ’ αυτά και καινούρια ταινία) ανέβηκα με το ασανσέρ και συνάντησα τον κ. Κοσμίδην. Ιδιοκτήτην των αιθουσών ΑΣΤΥ και ΕΛΛΗΝΙΣ. Ο κ. Κοσμίδης με άκουσε και με παρέπεμψε σ’ έναν υπάλληλό του, ο οποίος είπε πως δεν έχει ταινίες που θα μπορούσε να «κολλήσει» με το ντοκιμαντέρ μου (1) και κατέληξε – «δεν την παίζω». Τότε κι εγώ του είπα ότι θα προσπαθήσω να βρω άλλη αίθουσα. Μου απάντησε να μην επιχειρήσω κάτι τέτοιο, διότι κανείς δεν θα την πάρει κι αυτό διότι δεν τους συμφέρει. Προτιμούν να νοικιάζουν έναντι μηδαμινότατων ποσών και να προβάλλουν Μίκυ-Μάους. Τότε του υπενθύμισα ότι μπορούσα να απευθυνθώ στην Αστυνομία «προς εκτέλεσιν». Είπε «δεν πάει να πας» και συνέχισε «η Αστυνομία δεν μπορεί να κάνει τίποτα, διότι ξέρει πως αν επιχειρήσει να επιβάλλει την προβολή, εμείς θα πάψουμε να της στέλνουμε εισιτήρια ελευθέρας και αυτό δεν την συμφέρει. Κατάλαβες;» Εγώ κατάλαβα. Εσείς;

Μια ταινία που άρεσε… χωρίς να παιχθεί!

Πάντα πίστευα και πιστεύω ότι ο καλύτερος τρόπος να γνωρίσει ένας νέος σκηνοθέτης τις δυνατότητές του είναι να παίρνει μέρος σε φεστιβάλ, σ’ όσα πιο πολλά φεστιβάλ είναι δυνατόν. Έτσι του δίνεται η ευκαιρία να κριθεί από αυστηρούς κριτικούς, να συγκριθεί με τις καλύτερες σχετικά ταινίες προηγμένων κινηματογραφικά χωρών και να τοποθετηθεί τελικά διαλύοντας – κατά την ειλικρίνειά του – τις αυταπάτες του που οι εγχώριοι κριτικοί κατά κανόνα ενισχύουν.

Γι αυτό κι όταν το Υπουργείο Προεδρίας (διευθυντής Ζητρίδης) μου εγνώρισε την ύπαρξη του ισπανοαμερικανικού φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους που γινόταν στο Μπιλμπάο έσπευσα να δηλώσω συμμετοχή. Αυτά τέλη Αυγούστου του 1963. Αρχές Σεπτεμβρίου, η αρμόδια υπηρεσία μ’ επληροφόρησε ότι ενεκρίθη η ταινία μου. Αμέσως παρέδωσα μια κόπια, αναλυτικά σημειώματα και φωτογραφικά σερί και παρακάλεσα να συγκεντρώσουν τις κριτικές που θα ακολουθούσαν την προβολή της ταινίας, γιατί χωρίς αυτές δεν έβλεπα τους λόγους συμμετοχής μου. Συμφωνήσαμε και περίμενα. Για καλό και για κακό έγραψα στον πρόξενο του Μπιλμπάο και του γνώρισα την ελληνική συμμετοχή, συγχρόνως δε τον παρακαλούσα να μεριμνήσει για την αποστολή αποκομμάτων. Το φεστιβάλ άρχιζε στις 6 Οκτωβρίου. Στις 14 του ίδιου μηνός παίρνω ένα γράμμα. Επικεφαλίς: ΚΟΝΣΟΥΛΑΤΟ ΝΤΕ ΓΚΡΕΤΣΙΑ. Κείμενον: Αγαπητέ κύριε, μετά λύπης μου σας πληροφορώ ότι η ταινία σας δεν προεβλήθη στο φεστιβάλ διότι έφτασε εδώ όταν η εκδήλωσις είχε ήδη τελειώσει. Εγώ και ο διευθυντής του φεστιβάλ Μάρκος ντε Αρριλούσε περιμέναμε την ταινία σας μέχρι την τελευταία στιγμή, κλπ. Και να σκεφτεί κανείς ότι είχα παραδώσει την κόπια στο Υπουργείο ένα μήνα πριν αρχίσει το φεστιβάλ.

Τέχνη και διπλωματία

Βάζω λοιπόν το γράμμα στην τσέπη και πάω στο Υπουργείο. Χαίρεται, χαίρεται. Τι νέα; Τι νέα, από πού; Μα από το φεστιβάλ του Μπιλμπάο. Η ταινία σας παίχθηκε και άρεσε πολύ, περιμένουμε και τις κριτικές. Κάθισα σε μια καρέκλα. Ώστε άρεσε πολύ; Βεβαίως, πάρα πολύ. Άρχισα να ενθουσιάζομαι. Σκέφτηκα ότι εάν επέμενα λιγάκι, πιθανόν οι υπάλληλοι του Υπουργείου να μου απένεμαν και το πρώτο βραβείο του φεστιβάλ. Τελικά συνήλθα. Κι αυτό; ρώτησα και τους έδειξα το γράμμα. Τι είναι αυτό; ρώτησαν. «Επιστολή», τους πληροφόρησα, «η οποία λέει ότι το ντοκιμαντέρ δεν προεβλήθη, διότι κλπ. και κατά συνέπεια δεν άρεσε ούτε πολύ, ούτε λίγο…». Αποκλείεται, φώναξαν. Ψέματα, η Ελλάς δεν έχει προξενείο στο Μπιλμπάο. Καλά ρώτησα, και οι θυρεοί, το ΚΟΝΣΟΥΛΑΤΟ ΝΤΕ ΓΚΡΕΤΣΙΑ; Οι σφραγίδες, οι τίτλοι, οι υπογραφές; Φάνηκαν να κλονίζονται. – Κική – λέει μια υπάλληλος στην άλλη – έχουμε προξενείο στο Μπιλμπάο; Όχι – λέει η Κική. Μετά ρώτησαν μιαν άλλη Κική, είπε και αυτή όχι. Τελικά βγήκε η απόφασις: «Δεν υπάρχει προξενείο στο Μπιλμπάο και η ταινία παίχθηκε και άρεσε πολύ». Παίρνοντας τους διαδρόμους σκέφτηκα ότι ξέχασα να ρωτήσω να με πληροφορήσουν αν εγώ είμαι εγώ. Το γεγονός ότι η κόπια χάθηκε και έφτασε στα χέρια μου μετά 14 μήνες, ασφαλώς δεν θα σας λέει τίποτα (μετά από όλα αυτά). Εμένα όμως μου λέει πολλά. Διότι είχα μόνο δύο κόπιες και καθόλου χρήματα για άλλες. Η μία βρισκόταν κάπου στην Ευρώπη μετέχοντας σε κάποιο πανόραμα ελληνικού κινηματογράφου και η άλλη κάπου μεταξύ Μπιλμπάο και Κικής. Τελικά η κόπια επέστρεψε για να εξαφανιστεί οριστικά μετέχοντας σ’ ένα φεστιβάλ πειραματικών ταινιών του Μοντεβίδεο. Δεν ανησυχώ όμως, είμαι βέβαιος ότι έλαβε μέρος και ότι άρεσε πολύ. Τώρα, το ποιος θα πληρώσει τη χαμένη κόπια είναι άλλο ζήτημα.

Ο γραφειοκρατικός λαβύρινθος

Το φεστιβάλ Καννών είναι το φεστιβάλ Καννών.

Ο Κόστα ντε Λοβερντό είναι ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Ελλάδος στο φεστιβάλ και πληρώνεται γι αυτό. Και το υπ’ αριθ. Πρωτ. 5495/Στ/803 έγγραφο είναι η γνωστοποίησις του Υπουργείου Προεδρίας κατά την οποία το φιλμ μου ενεκρίθη για ν’ αντιπροσωπεύσει την Ελλάδα στο εν λόγω φεστιβάλ. Παρουσιασθείς για να παραδώσω μία καινούργια κόπια (τύπωσα δύο ακόμη για τους γνωστούς λόγους) μ’ επληροφόρησαν ότι η εκλογή δεν ήτο οριστική. Έπρεπε την ταινία να την εγκρίνει και ο κύριος ντε Λοβερντό. Αμέσως αμέσως έχουμε δύο επιτροπές κρίσεως. Εννοείται ότι για τα ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΑΝΑΡΙΑ ο κύριος ντε… δεν τόλμησε να πει κουβέντα, γιατί ο «Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης» είχε από καιρό εγκρίνει την αντιπροσώπευση. Την είδε, λοιπόν, την ενέκρινε και έδωσε διαταγή να τυπωθούν μερικές εκατοντάδες φωτογραφίες. Παρετήρησα τότε ότι με τα χρήματα που θα ξόδευα γι όλα αυτά θα μπορούσα να γυρίσω ένα άλλο φιλμ μικρού μήκους. Μου συνέστησε, λοιπόν, να απευθυνθώ στον κ. Συνοδινό, σύμβουλο του Υπουργείου Προεδρίας και να του εκθέσω το πρόβλημά μου. Ο κ. Συνοδικός με εδέχθη και με συμβούλεψε να κάνω μια αίτηση ζητώντας χρηματική ενίσχυση για την αξιοπρεπή παρουσίαση της ελληνικής συμμετοχής και ακόμα την αντιμετώπιση της περιπτώσεως της εκεί μεταβάσεώς μου για δύο ημέρες, ώστε να παραστώ στην προβολή. Έγινε, λοιπόν, η αίτησις και ακόμα περιμένω απάντηση.

Οι Κάννες και οι μανδαρίνοι

Δύο ημέρες πριν εκπνεύσει η προθεσμία υποβολής των ταινιών στο φεστιβάλ, μου τηλεφωνούν από το Υπουργείο (συγκεκριμένα η δις Στύπα), και μου λέει ότι εάν θέλω να παιχτεί η ταινία μου στο φεστιβάλ, πρέπει να μεριμνήσω για την αποστολή της στις Κάννες με δικά μου χρήματα, γιατί το Υπουργείο δεν διέθετε. Τα χρονικά όρια δεν μου επέτρεπαν αιτήσεις και συναντήσεις με ειδικούς συμβούλους, κλπ. Γι αυτό αμολύθηκα, βρήκα μια εταιρία διεθνών μεταφορών, την ΣΕΝΚΕΡ, η οποία απέστειλε την κόπια στη Νίκαια και δι’ αυτοκινήτου μετά στην ΣΕΡΒΙΣ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑΣΙΟΝ του φεστιβάλ, κι όλα αυτά μέσα σε μια μέρα και με 200 δρχ. που το Υπουργείο δεν διέθετε. Ζήτησα μετά να μάθω την ημέρα προβολής της ταινίας μου. Το Υπουργείο δεν ήξερε. Έγραψα στον αντιπρόσωπο της Ελλάδας κ. Λοβερντό. Δεν απάντησε. Έγραψα στο φεστιβάλ και μου απάντησαν (Επιστολή: ΚΑΝΝΕΣ 26/4/64. Υπογραφή: ΜΜΕ Μ. ΝΤΕΦΑΝΝΕΫ – ΣΕΡΒΙΣ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑΣΙΟΝ), αφού με προηγούμενη επιστολή είχαν την ευγένεια να μου αναγγείλουν την παραλαβή της κόπιας. Τελειώνει το φεστιβάλ. Ζητώ από το Υπουργείο αποκόμματα. Δεν ξέρουν τίποτα. Γράφω δύο γράμματα στον ντε Λοβερντό που μου είχε υποσχεθεί την αποστολή αποκομμάτων. Καμία απάντηση. Το μόνο που έμαθα τελικά, κι αυτό από μία ανταπόκριση του κ. ντε… προς απογευματινή εφημερίδα, ήταν ότι «η Τζένυ (Καρέζη) ήταν εκθαμβωτική στην ομορφιά της καθώς φορούσε μια υπέροχη τουαλέτα». (Καθώς δεν φορούσε μια τουαλέτα δεν μας είπε πώς ήταν). «Στα μαλλιά της έλαμπε ένα διάδημα… Οι αστυνομικοί την φρουρούσαν, κλπ.). Κι ακόμα ότι «στην θάλασσα έλαμπαν τα φώτα του αμερικανικού στόλου»… Καλά που υπήρχε και ο κ. Λοβερντό να μας πληροφορήσει για τις κινήσεις των Αμερικανών ναυτών.

Α! και κάτι άλλο.

Η κόπια γύρισε, δεν χάθηκε. Δεν είναι παρήγορο;

Με εκτίμηση,

Ν. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

(1) Παρόλο που στη δεκαετία του ’60 είχαν αρχίσει να γυρίζονται συστηματικά ταινίες μικρού μήκους μυθοπλασίας, στην καθομιλουμένη το είδος ήταν απόλυτα ταυτισμένο με το ντοκιμαντέρ.


<< GREEK MEDIA AND CULTURE AT A NEW JUNCTURE
ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ: Οι Τέσσερις Εποχές του Νίκου Κούνδουρου του Λευτέρη Ξανθόπουλου >>