Η ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ: 19χρονος, Αφγανός, νεκρός στα Τσώνια
(Σημ. επιμ: Το κείμενο που ακολουθεί είναι πολύ διαφορετικό από αυτά που συνήθως δημοσιεύει το Filmicon. Γραμμένο από μια κινηματογραφίστρια, δεν μιλά για τον κινηματογράφο. Αλλά για το τεράστιο ανθρωπιστικό πρόβλημα του πνιγμού προσφύγων που επιχειρούν να διασχίσουν τα θαλάσσια σύνορα).
Ξημερώματα Τρίτης 3/6/2014, ένας νεαρός Αφγανός πέφτει στην θάλασσα μαζί με τους υπόλοιπους 14 επιβάτες της πλαστικής βάρκας που τους έφερνε στη Μυτιλήνη. Τρόμαξαν από ένα σκάφος που είδαν να πλησιάζει. Βρίσκονταν 150 μέτρα από τη στεριά κι έπεσαν στο νερό για να μην τους γυρίσει πίσω το λιμενικό. Ο 19χρονος δεν βγήκε ζωντανός, το σώμα του το βρήκε λίγο αργότερα το λιμενικό στην ακτή Τσώνια. Κάποιος δημοσιογράφος, μάλιστα, βιαστικά τον χαρακτήρισε οικονομικό μετανάστη. Λες και οι νεκροί έχουν ταμπέλες. Λες και οι νεκροί δίνουν συνέντευξη για άσυλο και απορρίπτονται κιόλας.
Ακολούθησε η τυπική διαδικασία ανάκρισης των επιζώντων, ταυτοποίησης, ιατροδικαστικής έκθεσης, δείγματος DNA, και το σώμα μπήκε στο ψυγείο του Νοσοκομείου. Περίμενε εκεί… Να ειδοποιηθούν οι συγγενείς; Από ποιον; Ποιες ενέργειες έγιναν προς αυτήν την κατεύθυνση; Ο μοναχικός του θάνατος δεν προκάλεσε το ενδιαφέρον κανενός. Ούτε τα ΜΜΕ συγκινήθηκαν για να παρακολουθήσουν την τύχη του, ούτε οι αρχές πιέζονταν να κινητοποιηθούν.
Μετά από εννιά μέρες στο Νοσοκομείο άρχισαν οι γκρίνιες. Το ψυγείο έπρεπε να αδειάσει. Όλοι όμως αρνήθηκαν την ευθύνη της κηδείας.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που θάβαμε πρόσφυγες που πέθαναν στο νησί μας. Πριν μερικούς μήνες, μάλιστα, είχαμε την ταφή πέντε Σύρων με την παρουσία όλων των εκπροσώπων των Αρχών του τόπου συνοδευόμενων από κάμερες και δημοσιογράφους. Ο 19χρονος όμως ήταν άτυχος. Οι δεκάδες νεκροί στη Μυτιλήνη και στη Σάμο, οι 100, 200, 350 νεκροί σε Λαπεντούζα και Μάλτα επισκίασαν την τραγικότητα της δικής του μοίρας. Έτσι μαζί με την ασημαντότητα της υπόθεσης ξέχασαν και οι αρχές τις υποχρεώσεις τους. Ξεκίνησε πάλι το γνωστό πινκ πονκ με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, με το ύστατο δικαίωμα.
«Δεν είναι δική μας ευθύνη» κραύγαζαν όλοι.
Η τοπική κοινωνία, εμείς, πολίτες της πόλης, ενδιαφερθήκαμε να μάθουμε τι θα γίνει με το άταφο σώμα. Το αποτέλεσμα ήταν, για μια ακόμη φορά, να μας φορτώσουν ό,τι όλοι ήθελαν να αποφύγουν και να ξεχάσουν. Το περιττό «φορτίο». Οι υποχρεώσεις ενός ολόκληρου κρατικού μηχανισμού και μιας Ευρώπης που η πολιτική της σκορπίζει το θάνατο στα σύνορα εξανεμίστηκαν, αφήνοντας τους πολίτες να αντιμετωπίζουν αβοήθητοι την απίστευτη αυτή τραγωδία. Επειδή ασχοληθήκαμε, η κηδεία έγινε δική μας υπόθεση. Και ήταν πολλά τα εμπόδια, πολλά τα προβλήματα της γραφειοκρατικής διαδικασίας. Μέχρι τον εισαγγελέα έπρεπε να φτάσουμε, αφού πιστοποιητικό θανάτου δεν μπορεί να βγει αν έχουν περάσει πολλές μέρες από το θάνατο.
Τελικά όλα ήταν έτοιμα το πρωί στις 12/6. Ο κόσμος στο νεκροταφείο της πόλης λιγοστός. Λίγοι πολίτες και λίγοι πρόσφυγες ομόθρησκοι με το νεκρό. Με βαριά καρδιά περάσαμε πάλι την πύλη του νεκροταφείου. Με την βαθιά απορία, πόσο ακόμα θα αντέξουμε αβοήθητοι όλο αυτό το βαρύ φορτίο; Πόση ακόμα φρίκη;
Τη σιωπή μας έσπασε – με παράδοξο και αταίριαστο για τη στιγμή τρόπο – η θυμωμένη φωνή του υπεύθυνου του νεκροταφείου, για να μας προσγειώσει σε μια ακόμη πιο σκληρή πραγματικότητα. Διαμαρτύρεται ο υπεύθυνος του κοιμητηρίου, μαίνεται ενάντια σε εμάς τους αλληλέγγυους, τους εθελοντές, εμάς που ήρθαμε να θάψουμε χωρίς κανένας να τον ειδοποιήσει… «Γιατί φωνάζεις σε εμάς;» τον ρώτησα. «Γιατί εσείς ασχολείστε», μου απάντησε, και συνέχισε να διαμαρτύρεται, γιατί κανένας από τους αρμόδιους-αναρμόδιους – όλους αυτούς που εμείς επικοινωνήσαμε την προηγούμενη μέρα σε έναν μαραθώνιο, από υπηρεσία σε υπηρεσία, ώστε να μπορέσει να γίνει η ταφή – δεν σπατάλησε ένα λεπτό από τον πολύτιμο χρόνο του για να τον ειδοποιήσει… ούτε ένα λεπτό «δι’ ασήμαντον αφορμήν».
Ο υπεύθυνος του νεκροταφείου ξέσπασε, λοιπόν, την αγανάκτησή του σε αυτούς «που ασχολήθηκαν». Φώναζε πως αυτός δεν σκάβει τον λάκκο μέσα στον ήλιο και να περιμένουμε μερικές ώρες !!! Και... «ποιος θα πληρώσει τον εργάτη»; Αφού εμείς ζητάμε δωρεάν κηδεία. Άφωνοι τον παρακολουθήσαμε, τρομαγμένοι και από όσα έλεγε και από την ώρα που βρήκε να τα πει. Έκπληξη, θυμός και αηδία αφόπλισαν τις αντιδράσεις μας, σταμάτησαν τα επιχειρήματα και την προσπάθεια να τα αρθρώσουμε. Και συνέχισε: «Σας έχω πει, δεν υπάρχει χώρος»!!! «Δεν έχει τόπο εδώ. Ξεθάψτε τους, ξεθάψτε τους παλιότερους, βγάλτε τους να βάλουμε άλλους. Τι θα γίνει όταν έχουμε άλλους»;
Η ώρα περνούσε, ο νεκρός έμενε στη νεκροφόρα, εμείς στεκόμασταν μέσα στον ήλιο σε απόγνωση. Οι πρόσφυγες που ήταν μαζί μας για την τελετή ζήτησαν εργαλεία, φτυάρι και γκασμά. Μαζί με τον εργάτη του νεκροταφείου άρχισαν να σκάβουν τον τάφο. «Εμείς θα το κάνουμε», μου είπαν. Και το έκαναν. Μόνοι, με τα χέρια και τα εργαλεία, έσκαψαν. Αυτοί και οι λιγοστοί εμείς κάναμε την τελετή. Το αδύνατο, ταλαιπωρημένο σώμα του νεαρού άντρα βρήκε τη θέση του στο χώμα της Μυτιλήνης. Με μαύρη μπογιά γράψαμε το όνομα και την ηλικία του στον τάφο. «19 χρονών», επαναλάμβανε ο Ατζμάλ συγκλονισμένος, καθώς φεύγαμε. «Πολύ πρόβλημα, στο Αφγανιστάν μας σκοτώνουν εκεί, και εδώ στη θάλασσα πεθαίνουμε πάλι. Πολύ πρόβλημα».
Πολύ πρόβλημα… Αφήνουμε πίσω μας το νεκροταφείο. Μακάρι να είναι η τελευταία φορά.
Στα αφτιά μου αντηχούν απειλητικές οι φωνές του υπεύθυνου του νεκροταφείου. Να κάνουμε τόπο, να τους ξεθάψουμε, να βάλουμε τους άλλους που θα έρθουν. Θυμάμαι πριν χρόνια, ένας άλλος υπάλληλος του νεκροταφείου μου έδειχνε τους λάκκους που είχε ανοίξει και έχασκαν ανοιχτοί. Τον ρώτησα έκπληκτη «τι είναι αυτό»; «Για τους επόμενους», μου απάντησε. «Κοίτα, όλοι ευχόμαστε να μην έχει άλλους, αλλά κακά τα ψέματα, πρέπει να είμαστε έτοιμοι». Δεν θα ξεχάσω εκείνους τους ανοιχτούς τάφους. Είναι αλήθεια πως γέμισαν τραγικά γρήγορα, λίγο αργότερα! Δεν θα ξεχάσω τη μοναξιά μας σε αυτές τις κηδείες.
Μέχρι τώρα δεν απαντούσα στα επιφωνήματα επιδοκιμασίας για την επιμονή μας να είμαστε εκεί, δίπλα σε όσους χάθηκαν μακριά από τον τόπο τους. Δεν μπορώ άλλο να ακούω τα «μπράβο» και τα «ωχ». Δεν έχουν κανένα νόημα για εμένα. Είναι σα να βλέπουμε πτώματα στην τηλεόραση τρώγοντας πατατάκια στον καναπέ μας. Αν θέλουμε να σταματήσει αυτή η ντροπή, ας κάνουμε κάτι! Ας κατέβουμε στους δρόμους, ας πιάσουμε τις ακτές! Αν δεν γίνουμε πολλοί, απλά ο θάνατος θα συνεχίσει να κυριεύει τα σύνορα. Θα κάνει ΑΠΟΒΑΣΗ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ, αυτός, και ΟΧΙ ΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ, όπως αρέσκονται τα ΜΜΕ να λένε. Ας αντιδράσουμε, γιατί αλλιώς θα μοιάζουμε με τους γραφειοκράτες της Ευρώπης, που «συγκλονισμένοι» παρακολουθούν, από ασφαλή απόσταση, το θανατικό στις ακτές μας. Ας αντιδράσουμε όσο είναι καιρός, αλλιώς ας πάρουμε τα φτυάρια να σκάψουμε λάκκους, πολλούς λάκκους, να τους έχουμε εκεί, έτοιμους να περιμένουν να θάψουν αυτούς που δεν θα τα καταφέρουν.