ISSN: 2241-6692

BLOG

03/06/2016
«Ανθελληνική ταινία χρηματοδότησε η κυβέρνηση»: Παρεμβάσεις της λογοκρισίας στην ταινία Ακάμας

Το παρόν κείμενο αποτελεί την επεξεργασμένη εκδοχή της ομότιτλης ανακοίνωσης στο συνέδριο «Λογοκρισίες στην Ελλάδα» που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα (17-19/12/2015) και διοργανώθηκε από το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Τον Μάιο του 2005, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας Ακάμας του Πανίκου Χρυσάνθου, ένα δημοσίευμα στην κυπριακή εφημερίδα Το Ποντίκι φέρνει στο προσκήνιο τη διαμάχη δύο χρόνων που διεξαγόταν μεταξύ της Συμβουλευτικής Επιτροπής Κινηματογράφου (ΣΕΚιν) και του σκηνοθέτη σχετικά με την αφαίρεση ή αλλαγή μιας σκηνής από την ταινία, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις μιας μερίδα της κυπριακής κοινωνίας. Η ταινία αποτυπώνει την κυπριακή ιστορία από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 μέχρι και την τουρκική εισβολή, μέσα από την ερωτική ιστορία ενός ζευγαριού του Τουρκοκύπριου Ομέρη και της Ελληνοκύπριας Ροδούς. Στο μέρος της ταινίας όπου αναφέρεται ο αγώνας της ΕΟΚΑ, ο αρχηγός μιας αντάρτικης ομάδας, ο Δώνης, που φέρει το ψευδώνυμο Ευαγόρας (μια άμεση αναφορά στον αγωνιστή της ΕΟΚΑ Ευαγόρα Παλλικαρίδη), εκτελεί εν ψυχρώ έναν «προδότη» μέσα στην εκκλησία κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του επιταφίου της Μεγάλης Παρασκευής. Το πρωτοσέλιδο δημοσίευμα με τίτλο «Δολοφόνος και εκτελεστής ο Ευαγόρας Παλλικαρίδης! Σοκ! Ανθελληνική ταινία χρηματοδότησε η κυβέρνηση!» κάνει λόγο για παραχάραξη της ιστορικής αλήθειας και σπίλωση της μνήμης του νεαρότερου και ένδοξου ήρωα του απελευθερωτικού αγώνα, τον οποίο ο σκηνοθέτης παρουσιάζει ως στυγνό δολοφόνο. Μια βδομάδα αργότερα, νέο δημοσίευμα τον κατηγορεί ότι έλαβε τη χορηγία αφού πρώτα εξαπάτησε τους αρμοδίους. Διπλό το ατόπημα του δημιουργού, ο ήρωας φέρει το όνομα Ευαγόρας και η εκτέλεση του «προδότη» γίνεται εντός ιερού χώρου. Η απόφαση του σκηνοθέτη να αναπαραστήσει ένα από τα θέματα-ταμπού της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας προσέλκυσε εναντίον του τόσο τη θεσμική λογοκρισία όσο και άτυπες μορφές της.

Δώνης/Ευαγόρας στη σκηνή της δολοφονίας

Συγκεκριμένα, τον Απρίλιο του 2003 και ενώ εκκρεμούσε η τελική έγκριση χρηματοδότησης της ταινίας από την Υπουργική Επιτροπή Κινηματογράφου, (απαρτίζεται από τους υπουργούς Παιδείας και Πολιτισμού, Οικονομικών και Εσωτερικών), η ΣΕΚιν ζήτησε από τον σκηνοθέτη να αφαιρέσει την πιο πάνω σκηνή ως προϋπόθεση για την υπογραφή του συμβολαίου καθώς, όπως αναγράφεται στα πρακτικά της ΣΕΚιν, «Πρόκειται για μια σκηνή που παρουσιάζει μια μελανή σελίδα του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, χωρίς όμως η ταινία να αφορά τον ίδιο τον αγώνα και να αναπτύσσει ισομερώς όλες του τις πτυχές. Επίσης πρόκειται για μια από τις πιο έντονες οπτικά και φορτισμένες συναισθηματικά σκηνές, που σίγουρα θα αποτυπωθούν στο μυαλό του θεατή. Ως εκ τούτου, ενδέχεται να προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις εναντίον της ΣΕΚιν που να βλάψουν την ίδια την υπόθεση του κινηματογράφου. Επίσης, η προβολή μιας τέτοιας σκηνής στο εξωτερικό, χωρίς να δίνεται μια συνολική εικόνα του Αγώνα, σίγουρα θα περάσει πολύ αρνητικά μηνύματα γι’ αυτόν».[i] Η κινηματογραφική αποτύπωση ενός γεγονότος που αντιβαίνει στην επίσημη ιστορική αφήγηση του αγώνα, προκαλεί τριγμούς στην ΣΕΚιν, η οποία, ίσως, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τις αντιδράσεις που ξεσήκωσε την προηγούμενη χρονιά το βιβλίο ιστορίας της Γ΄ λυκείου,[ii] επιδιώκει αφενός την αποτροπή νέων εντάσεων και αφετέρου τη διάσωση της συλλογικής μνήμης του ηρωικού απελευθερωτικού αγώνα.

Ο σκηνοθέτης εξήγησε στη ΣΕΚιν ότι «η σκηνή αποτελεί ένα προβληματισμό πάνω στο δικαίωμα του οποιουδήποτε να αφαιρεί τη ζωή, ακόμα και όταν αυτό γίνεται στο όνομα κάποιας ιδεολογίας.[…]»,[iii] συμπληρώνοντας σε συνέντευξη του ότι εμπνεύστηκε από ένα πραγματικό γεγονός που έλαβε χώρα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην Κυθρέα απ’ όπου κατάγεται. Καθώς η θέση του δεν έπεισε, αναγκάστηκε μπροστά στο εκβιαστικό δίλημμα της τροποποίησης του σεναρίου ή της απόρριψης της παραγωγής, να συμφωνήσει στην επαναφορά της σκηνής όπως αναγραφόταν στο πρώτο σενάριο που κατατέθηκε το 1999, όπου η εκτέλεση πραγματοποιείτο σε ένα καφενείο, εκφράζοντας παράλληλα την πρόθεσή του στην επιτροπή να τη γυρίσει και σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή και να την προβάλει στη ΣΕΚιν προς νέα έγκριση ή απόρριψη. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο σημείο αυτό (Απρίλιος 2003) δεν έγινε κάποια δημόσια αναφορά στην προληπτική λογοκρισία, είτε γιατί ο σκηνοθέτης πίστευε ότι το τελικό αποτέλεσμα θα άλλαζε γνώμη στην επιτροπή είτε γιατί η δημοσιοποίηση του θα προκαλούσε την ακύρωση της παραγωγής, όπως έγινε και ανάκληση του βιβλίου ιστορίας.

Ομέρης (Χρίστος Γκρέκο)

Σχετικά με την αφαίρεση της επίμαχης σκηνής, η διευθύντρια των Πολιτιστικών Υπηρεσιών ανέφερε τα εξής «ο χρηματοδότης ή/και συμπαραγωγός μιας ταινίας έχει κάθε δικαίωμα να συζητεί, να εισηγείται και σε κάποιες περιπτώσεις να ζητεί από τον παραγωγό και σκηνοθέτη κάποιες τροποποιήσεις. Αυτό εφαρμόζεται από όλα τα κέντρα αποφάσεων για χρηματοδότηση ταινιών. Στην προκειμένη η ΣΕκιν συζήτησε με το σκηνοθέτη την τροποποίηση μίας και μόνον σκηνής…». [iv] Η οικονομική λογοκρισία, που σε όλη τη μέχρι τώρα παρουσία του κινηματογράφου καθορίζει την τύχη των έργων του, έρχεται να αντικαταστήσει την πολιτική λογοκρισία, καθώς στην περίπτωση μας οι κυπριακές παραγωγές κάθε άλλο παρά εμπορικές μπορούν να θεωρηθούν.

Η δημοσιοποίηση του γεγονότος στον Τύπο ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από οργανώσεις πρώην αγωνιστών, οι οποίες ζητούσαν από τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού την απαγόρευση της ταινίας. Δύο μήνες αργότερα ο βουλευτής Αμμοχώστου του ΔΗΣΥ κ. Σωτήρης Σαμψών (γιος του «Προέδρου» του πραξικοπήματος Νίκου Σαμψών) κατέθεσε επερώτηση στη Βουλή ζητώντας να ενημερωθεί, όχι μόνο για τη χρηματοδότηση της συγκεκριμένης ταινίας, αλλά για το σύνολο του έργου του σκηνοθέτη που έλαβε κρατική ή και ιδιωτική χορηγία, καθώς και το ύψος αυτής. Αντίστοιχα, ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ κ. Άγγελος Μανωλάκης έθεσε προς την ελληνική κυβέρνηση το ζήτημα της συμμετοχής της ΕΡΤ στην παραγωγή. Μετά την ολοκλήρωση της ταινίας (Μάιος 2006), ακολούθησε θέαση της από τη διυπουργική επιτροπή, η οποία ζήτησε εκ νέου από τον δημιουργό να αλλάξει την τοποθεσία της δολοφονίας, να καταστήσει σαφές ότι είναι προδότης και να μειώσει τη διάρκεια του έργου κατά δέκα λεπτά, έτσι ώστε να μην υπερβαίνει τον προσυμφωνημένο χρόνο διάρκειάς της. Η άρνηση του σκηνοθέτη επέφερε την απαγόρευση της διανομής της ταινίας και τον αποκλεισμό από επιπρόσθετη χρηματοδότηση για τη συμμετοχή της στο Φεστιβάλ Βενετίας, η οποία εντέλει επιτεύχθηκε με τη συνδρομή ιδιωτών. Στο διάστημα αυτό, πληθώρα άρθρων στον κυπριακό και ελλαδικό Τύπο υπεραμύνονταν του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, επέκριναν τη στάση του Υπουργείου, η οποία έθετε τον κίνδυνο αποκλεισμού της πρώτης κυπριακής ταινίας που συμμετείχε στο Φεστιβάλ Βενετίας, κάποιοι σχολίαζαν την κύρια υπόθεση της ταινίας, δεν έλειπαν όμως και αυτοί που δυσανασχέτησαν με την αποτύπωση των μελανών πράξεων των προγόνων τους με την συμβολή της κρατικής χρηματοδότησης.

Ροδού (Αγνή Τσαγκαρίδου)

Τόσο η θεσμική όσο και οι άτυπες μορφές λογοκρισίας πολιτών και οργανωμένων φορέων πηγάζουν από την προσβολή ή απαξίωση της εθνικής ιστορίας και των ιερών συμβόλων. Ο αγώνας της ΕΟΚΑ κατέχει μια ένδοξη σελίδα στο εθνικό αφήγημα, οι αγωνιστές θυσιάστηκαν και απαγχονίστηκαν για τα ιδανικά τους και αυτό στη συνείδηση των Ελλήνων αποτελεί θέσφατο, και για αυτό η ενέργεια του σκηνοθέτη εκλήφθηκε ως απόπειρα παραχάραξης της ιστορικής «αλήθειας». Οι αντιδράσεις μιας μερίδας της κυπριακής κοινωνίας η οποία αδυνατεί να αποδεχθεί μια πλουραλιστική θεώρηση του παρελθόντος ήταν αναμενόμενη. Το παράδοξο στην περίπτωση του Ακάμα ήταν ότι η ανώτερη αρμόδια αρχή που ιδεολογικά ανήκε στην κεντροαριστερά, όχι μόνο δεν υποστήριξε το δημιουργό, αλλά αντιθέτως ταυτίστηκε με τη θέση των ιδεολογικών της αντιπάλων.Το γεγονός ότι δεν αξιοποίησε την αφορμή που της έδωσε η ταινία για να συγκρουστεί με την κυρίαρχη αφήγηση καταδεικνύει τη δυσκολία έκφρασης ενός διαφοροποιημένου λόγου που θα έδινε φωνή στις ατομικές μνήμες που για δεκαετίες παραμένουν στο περιθώριο. Επίσης, ουδείς ενοχλήθηκε ή προβληματίστηκε για τη συμμετοχή του τουρκοκύπριου Ομέρη στην ΕΟΚΑ και τη διατύπωση της συνολικής αποδοχής του αγώνα. Η επιλεκτική μνήμη υποθάλπει πολιτικές σκοπιμότητες, οι οποίες καταδικάζουν στη λήθη τις σκοτεινές πτυχές του παρελθόντος.

Ο πατέρας της Ροδούς, Νικολής (Άλκης Κρητικός)

Η ταινία Ακάμας δεν υπήρξε η πρώτη περίπτωση λογοκρισίας στον κυπριακό κινηματογράφο. Το 1976 το ανατρεπτικό ντοκιμαντέρ Κύπρος. Η άλλη πραγματικότητα της Θέκλας Κίττου και του Λάμπρου Παπαδημητράκη που αποτυπώνει όλα τα κακώς κείμενα της άρχουσας τάξης που οδήγησαν στο πραξικόπημα, καθώς και όσα επισκίασαν στη συνέχεια το κυπριακό πρόβλημα, απαγορεύτηκε για επτά χρόνια. Επίσης, το ντοκιμαντέρ του Ανδρέα Πάντζη Τριμίθι. Αναπαράσταση με λέξεις (1988), μια συμπαραγωγή του ΡΙΚ και του σκηνοθέτη που καταγράφει τις τραυματικές εμπειρίες των προσφύγων του χωριού Τριμίθι λογοκρίθηκε λόγω των τεταμένων ελληνοτουρκικών σχέσεων της περιόδου από την ίδια τη διεύθυνση του ΡΙΚ και προβλήθηκε ακρωτηριασμένο. Η ταινία του Χρυσάνθου, όμως, αποτέλεσε χαρακτηριστική περίπτωση έργου στο οποίο επιβλήθηκαν όλες οι μορφές λογοκρισίας, εκτός από την αυτολογοκρισία, καταδεικνύοντας τις αγκυλώσεις της κυπριακής κοινωνίας. Η δαιμονοποίηση της συγκεκριμένης σκηνής επισκίασε τον διάλογο γύρω από τα εμφύλια πάθη της περιόδου, αλλά και μια γενικότερη συζήτηση γύρω από το ερώτημα που έθεσε ο σκηνοθέτης μέσα από τη δράση του ήρωά του.

Το προνόμιο του κινηματογράφου να θίγει ζητήματα ταμπού με στόχο την ανακίνηση τους στον δημόσιο χώρο αλλά και την ακαδημαϊκή έρευνα (π.χ. ο γαλλικός κινηματογράφος της δεκαετίας 1970 έθιξε θέματα όπως το καθεστώς Βισύ, ο πόλεμος της Αλγερίας κ.λπ.) στην περίπτωση του κυπριακού κινηματογράφου δεν βρήκε ανταπόκριση. Η υποδοχή που επιφύλαξε η κοινή γνώμη στην παραγωγή υπέδειξαν τα όρια ανοχής της σε τέτοιου τύπου προσεγγίσεις της ιστορίας.


Υποσημειώσεις

[i] Έκθεση Επιτρόπου Διοικήσεως, Αρ.Φακ: Α/Π 923/2007
http://www.ombudsman.gov.cy/ombudsman/ombudsman.nsf/index_new/index_new?OpenForm
(πρόσβαση 2 Ιουνίου 2016)

[ii] Τον Απρίλιο του 2002 το Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου παρέλαβε το καινούργιο βιβλίο Ιστορίας της Γ΄Λυκείου, το οποίο θα διδασκόταν από τη νέα σχολική χρονιά. Το κεφάλαιο που αναφερόταν στο Κυπριακό Ζήτημα ανέφερε ότι η ΕΟΚΑ «πρόβαλλε έναν κοινωνικά υπερσυντηρητικό εθνικισμό». Μέτα τις έντονες αντιδράσεις του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου, των συνδέσμων αγωνιστών και πολλών βουλευτών και ακαδημαϊκών στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα, το βιβλίο ανακλήθηκε.

[iii] Έκθεση Επιτρόπου Διοικήσεως, Αρ.Φακ: Α/Π 923/2007
http://www.ombudsman.gov.cy/ombudsman/ombudsman.nsf/index_new/index_new?OpenForm
(πρόσβαση 2 Ιουνίου 2016)

[iv] ό.π.


<< “Manifacturing Meanings through Light”: An Interview with Pip Chodorov
Cinema in the Age of Austerity: On the Representation of Debt in Greek Cinema >>