ΑΠΟ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΝΑΠΝΟΗΣ: ξαναβλέποντας τον κινηματογράφο της δεκαετίας του ’60 μέσα από τα μάτια μιας μακιγιέζ
Ο μακιγιέρ ή η μακιγιέζ, στη διάρκεια του γυρίσματος, είναι κυριολεκτικά το κοντινότερο πρόσωπο του κάθε ηθοποιού, είτε είναι σταρ είτε κομπάρσος. Γνωστά αυτά… Όμως σε μια σχολή προσωπολογίας στο Παρίσι του 1960, όπου διδάχθηκα τα βασικά περί του μακιγιάζ, δεν μας είχαν προετοιμάσει για τις απόρρητες ιδιωτικές στιγμές που μπορεί να σου τύχουν σε απόσταση αναπνοής. Τα ακούσια ακούσματα και τις εκούσιες εκμυστηρεύσεις που οφείλεις να ξεχάσεις βγαίνοντας από το δωμάτιο του μακιγιάζ. Αυτό ακολούθησα ως αρχή μου. Άλλωστε έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, που μόνο η αύρα της επιλεκτικής μνήμης τα ξαναφέρνει απρόσκλητα.
Το καλοκαίρι του 1960, επιστρέφοντας στην Αθήνα, πήγα συστημένη στη Φίνος Φιλμ ελπίζοντας σε μια δουλειά. Μπήκα στο λεγόμενο «φουαγιέ» – που θυμούνται οι άνω των εξήντα κινηματογραφιστές στην Ελλάδα – και περίμενα τη συνάντηση με τον «κύριο Φιλοποίμην». Τότε ήταν που άρχισαν να κόβουν βόλτες, δήθεν αμέριμνα, διάφοροι από τα συνεργεία του Φίνου, πετώντας πονηρά υπονοούμενα ο ένας στον άλλον. Και ενώ ο κύκλος στένευε ολοένα, εμφανίστηκε ο κύριος Φίνος, ο οποίος, μετά από λίγες σύντομες ερωτήσεις, με προσέλαβε! Η προσγείωσή μου ήταν ανώμαλη, αλλά τελικά πέτυχε. Έτσι ξεκίνησα ως βοηθός του αξέχαστου Σταύρου Κελεσίδη, πρώτου μακιγιέρ στην Αλίκη στο Ναυτικό. Υπήρξε δάσκαλος, φίλος και προστάτης μου.
Η ταινία Μανταλένα ήταν έτοιμη στα κουτιά για να ταξιδέψει, ενώ η Αλίκη Βουγιουκλάκη κυκλοφορούσε ήδη με τον αέρα της σταρ και το κοινό της αδημονούσε να τη συναντήσει! Εκείνη τη χρονιά ξεκίνησε η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου. Η Φίνος Φιλμ έστειλε όλο το συνεργείο με πούλμαν στη Θεσσαλονίκη για υποστήριξη της ταινίας Μανταλένα. Η υποδοχή του κόσμου έξω από το Μέγαρο των Μακεδονικών Σπουδών ήταν απίστευτη!!! Εικόνες που σφραγίζουν ανεξίτηλα τη μνήμη μας.
Για κάποια φεγγάρια, στη διάρκεια των γυρισμάτων Χτυποκάρδια στο Θρανίο και Σωφερίνα, κάναμε παρέα με την Αλίκη και εκτός πλατό. Ήταν μια διαφορετική περσόνα που δεν θύμιζε τη «γατούλα». Απίστευτα ανθεκτική στα σκληρά ωράρια, «γύρισμα το πρωί» – «θέατρο το βράδυ», ευάλωτη όμως στη λατρεία του κοινού. Θυμάμαι κάποια νυχτερινή βόλτα μας στη Χαλκίδα, η Αλίκη, ο Ντίντης Καρύδης-Φουκς, ο άνδρας μου (Γιώργος Σταμπουλόπουλος) κι εγώ, σε παραθαλάσσιο ταβερνάκι. Η Αλίκη μας είχε δηλώσει ότι ήθελε να περάσει απαρατήρητη... Όμως πριν προλάβουμε να βάλουμε μπουκιά στο στόμα μας, ένα σμάρι από γιαγιάδες, μαμάδες και παιδάκια κρεμάστηκε κυριολεκτικά πάνω απ' τα πιάτα μας ζητιανεύοντας αυτόγραφα. Έβγαλε τότε τις φωτογραφίες της από την τσάντα της κι άρχισε να υπογράφει ακούραστα! Αυτό ήταν κάτι συνηθισμένο για τους σταρ της εποχής… Θυμάμαι επίσης πόσο νευρίαζε τους διευθυντές φωτογραφίας λόγω του καθρέφτη που κρατούσε σε όλη τη διάρκεια που φώτιζαν τα πλάνα της, επειδή ήθελε να ελέγχει ό,τι την αφορούσε!
Πολλές και πολλοί διάσημοι ή και απλοί κομπάρσοι πέρασαν απ' τα χέρια μου τη δεκαετία του ‘60. Ο κατάλογος είναι μακρύς. Ενδεικτικά γράφω λίγα ονόματα: Τζένη Καρέζη, Μπέττυ Αρβανίτη, Αλέκος Αλεξανδράκης, Γιάννης Βόγλης, Κώστας Καζάκος, Αλεξάνδρα Λαδικού, Κατερίνα Γώγου, Ανδρέας Μπάρκουλης και... και... Δεν ξεχνώ τον φίλο μας Νικηφόρο Νανέρη και τόσους άλλους που έφυγαν – όπως ο Θανάσης Βέγγος – και όλη την γκάμα των κωμικών της εποχής! Είχα την τύχη να δουλέψω και με την Κατίνα Παξινού σε κάποια γυρίσματα στους Δελφούς με τον Μινωτή και άλλους· έχω μακιγιάρει τουλάχιστον το μισό Εθνικό θέατρο! Δούλεψα επίσης με ηθοποιούς της Επιθεώρησης, με χορευτικά ζευγάρια, μέχρι και μπουζουξήδες, όπως ο Ζαμπέτας, ως το πρώτο μπουζούκι εκείνα τα χρόνια.
Παράλληλα με την πληθώρα παραγωγής Ελληνικών ταινιών, κάτι πήγαινε να γίνει με ξένες συμπαραγωγές που τελικά – ως είθισται στην Ελλάδα – έμεινε ανολοκλήρωτο. Για μένα το διαβατήριο μου για τις ξένες συμπαραγωγές ήταν τα αγγλικά και γαλλικά που γνώριζα και μιλούσα, ώστε να μπορώ να συνεννοούμαι. Δύο low-budget συμπαραγωγές άφησαν ανεκδοτολογικά αποτυπώματα σε όσους δουλέψαμε εκεί.
Στο Nine Miles to Νoon (1963), συν-σκηνοθετούσε, με συνεχείς ανατροπές, η σύζυγος του σκηνοθέτη που έμοιαζε πολύ με τον αγωνιστή Κατσαντώνη. Ο ποιητής Τάσος Δενέγρης – επίσημος μεταφραστής στην ταινία – την προσφωνούσε «κυρία Γκόλφω μου», προσπαθώντας να μαντέψει ποιο πλάνο τελικά θα τυπωθεί! Το The Boy and the Goat (1961) ήταν η πιο σουρεαλιστική ταινία που δούλεψα ποτέ. Ένας Αμερικανός σκηνοθέτης, με ένα νεαρό Ισπανό πρωταγωνιστή που τραβολογούσε μια δυστυχισμένη κατσικούλα μέσα στο κυκλοφοριακό χάος της Αθήνας, βρίσκονταν στο έλεος ενός Αμερικανού οπερατέρ. Ήταν όμως οπερατέρ; Έμοιαζε Τεξανός καουμπόι με καθημερινούς τσαμπουκάδες εναντίον του σκηνοθέτη, ώσπου συνέβη το αναμενόμενο: Σ' ένα μεσημεριάτικο γύρισμα στην Πλάκα έριξε δυο γερές μπουνιές στον σκηνοθέτη, που από την άλλη μέρα με παρακαλούσε κάθε πρωί να του βάλω make-up για να μη φαίνεται το μαυρισμένο του μάτι!
Μια ταινία που με είχε εντυπωσιάσει, επειδή ήμουν νέα και άπειρη, ήταν τα γυρίσματα της Χολιγουντιανής παραγωγής Island of Love. Ύδρα, καλοκαίρι του 1962. Σκηνοθέτης ο Da Costa, διάσημος από τα θεατρικά μιούζικαλ που ανέβαζε στη Νέα Υόρκη. Η πρώτη εντύπωση: καροτένιος από κορφής μέχρις ονύχων, γεμάτος φακίδες, υπεροπτικός και απρόσιτος. Πρώτος του βοηθός είναι ένας Αμερικανός – επαγγελματίας του είδους – γύρω στα πενήντα, μαντρόσκυλο που λαμβάνει οδηγίες και τις εκτελεί. Αεικίνητος, φοράει ως μόνιμο αξεσουάρ την ντουντούκα κρεμασμένη στο λαιμό του κι έχει πάρε δώσε μόνο με το ξενόγλωσσο συνεργείο, τους ξένους ηθοποιούς και τους Έλληνες βοηθούς σκηνοθέτη. Ο πρώτος είναι ο Ερρίκος Ανδρέου, ο δεύτερος ο Σπυρομήλιος. Φοράνε, παρομοίως, ως μόνιμο αξεσουάρ τη ντουντούκα. Οι πρωταγωνιστές της ταινίας – μεγάλα ονόματα – σκορπίζουν γύρω τους ολίγη χρυσόσκονη από Χόλλυγουντ! Είναι ο Robert Preston, ο Τony Randal, ο Walter Matthau και η Giorgia Moll. Διευθυντής φωτογραφίας είναι ο Harry Stradling, διάσημος και αυτός! Υπάρχει ένα πλήθος ξένων και Ελλήνων ηθοποιών, όπως ο Τίτος Βανδής, η Μιράντα Μυράτ και τόσοι άλλοι, που μετακινούνται συνεχώς παράλληλα με εμάς, εννοώ το τεράστιο συνεργείο.
Ένας μικρόσωμος ανθρωπάκος, ο φωτογράφος του ελληνικού συνεργείου, ο Πεταλάς, έχει γίνει ο εφιάλτης του Stradling! Χώνεται διαρκώς μπροστά από την τεράστια κάμερα (Panavision) και, παρόλο που ο Stradling τον σκυλοβρίζει, δεν πτοείται. Στο συνεργείο υπάρχουν Ιταλοί, Βρετανοί, φυσικά Έλληνες και ελάχιστοι Αμερικανοί. Εμείς είμαστε το λεγόμενο, διεθνώς, second unit. Σαρώνουμε το νησί ως άνεμος εννέα μποφόρ, αφήνοντας πίσω μας κάθε μέρα κέρδη και γκλάμουρ που είχαν να ζήσουν οι κάτοικοι από την εποχή που γυρίστηκε εκεί Το Παιδί με το Δελφίνι. Από όλη αυτή τη μοναδική εμπειρία ελάχιστα θυμάμαι, όμως μου έχει μείνει αξέχαστη μια μέρα μοναδική: Ήταν ένα πρωινό του Αυγούστου. Η υπερπαραγωγή είχε νοικιάσει σουίτες στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία για τα γυρίσματα της Αθήνας. Σε μια σουίτα που μας είχαν διαθέσει για το μακιγιάζ, περίμεναν τη σειρά τους οι πρωταγωνιστές της ταινίας. Ο Garbini, ο πρώτος Ιταλός μακιγιέρ, ο Νino, ο δεύτερος Ιταλός μακιγιέρ και εγώ, ως τρίτη, δουλεύαμε παράλληλα. Ο Walter Matthau με δυσκόλευε στη δουλειά μου όπως τον μακιγιάριζα, γιατί γελούσα, αλλά πως να μη γελάσεις με τον Matthau; Οι ηθοποιοί κουβέντιαζαν σε μια ατμόσφαιρα χαλαρή και ευχάριστη, όταν ξαφνικά χτύπησε ένα τηλέφωνο. Δεν θυμάμαι ποιος το σήκωσε, όμως η φωνή του έμεινε μετέωρη και μας πάγωσε: «η Marilyn Monroe βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της...». Σιωπή, για ελάχιστα δευτερόλεπτα, και αμέσως μετά ένας ανεμοστρόβιλος από κοφτές φράσεις σάρωσε το δωμάτιο. Εκείνο το πρωινό του Αυγούστου η χρυσόσκονη του Χόλλυγουντ έγινε στάχτη…
Από την εμπειρία μου σε ελληνικές και ξένες ταινίες κράτησα ελάχιστα· θυμάμαι εκείνο που έλεγα σε άγνωστο κόσμο: «...όταν δούλευα στην Τρούμπα...» και οι άνθρωποι έμεναν άφωνοι, επειδή εκείνα τα χρόνια η Τρούμπα ήταν η γειτονιά με τα μπορντέλα. Κι όμως δούλεψα πράγματι σε μια γαλλική ταινία του Jean-Daniel Pollet με τίτλο Une Balle au Coeur, σ’ αυτή τη γειτονιά, μακιγιάροντας τον Sami Frey, την Τζένη Kαρέζη και την Françoise Hardy. Στα διπλανά δωμάτια του ξενοδοχείου και στο διάδρομο μπαινόβγαιναν οι γυναίκες με τους πελάτες κι ακολουθούσε η γριά με τη λεκάνη. Αυτές κάνανε την δουλειά τους και εμείς την δική μας. Ήταν το 1965… Πριν λίγα χρόνια έμαθα από τον Κώστα Φέρρη, πρώτο βοηθό της ταινίας τότε, ότι ο J. D. Pollet σκοτώθηκε σε ατύχημα γυρίζοντας ένα ντοκιμαντέρ. Θυμάμαι την ευγένειά του και την άψογη συνεργασία μας με το μικρό γαλλικό συνεργείο.
Η τελευταία ταινία που δούλεψα ήταν η Ευδοκία του Αλέξη Δαμιανού. Εκείνα τα χρόνια βρισκόμασταν συχνά στο σπίτι τους στην Εκάλη, συζητώντας επί ώρες με τον Αλέξη και την Άρτεμη για όλες τις μορφές Τέχνης, καταλήγοντας στον κινηματογράφο. Ο Δαμιανός ακροβατούσε ανάμεσα στην έντεχνη και την τότε λαϊκή κουλτούρα. Το alter ego του ήταν ο μάστορης που δούλευε με τα χέρια του. Είχε φτιάξει ένα γκαράζ όπου ήθελε να ζωγραφίσω τους τοίχους. Και πολύ με κέντριζε η ιδέα να ζωγραφίσω την κόρη του Χριστίνα, που τότε στα δεκατρία της χρόνια έμοιαζε στις δέσποινες του Μποτιτσέλι! Του άρεζε να διηγείται ιστορίες με τον γνωστό γλαφυρό του τρόπο και κάπως έτσι συνέλαβε την ιδέα για το σενάριο της Ευδοκίας. (1) Στην ταινία δούλεψα φιλικά έχοντας αναλάβει τα λιτά σκηνικά και κοστούμια, όπως και το μακιγιάζ. Είχα βοηθήσει στις πρώτες του ταινίες τον άνδρα μου, αλλά δεν είχα δηλώσει ποτέ σκηνογράφος ή ενδυματολόγος, ωστόσο ο Δαμιανός επέμενε ν' αναλάβω όλα τα παραπάνω και με τίμησε με αυτή την επιμονή του. Γνώρισα ένα κομμάτι μιας άγνωστης Αθήνας του «πουθενά», κάπου στα Νέα Λιόσια που βαφτίσθηκαν Ίλιον τα τελευταία χρόνια, αν δεν κάνω λάθος. Η καρδιά του αυθαίρετου χτυπούσε σ' αυτές τις αλάνες της μιζέριας, που όμως μέσα στην ταινία υποτίθεται ότι ήταν ξεχασμένες συνοικίες του Πειραιά. Τα γκρίζα των αραγμένων καραβιών έδεσαν με το ξεπλυμένο φυστικί της κάμαρας, άρα, ακολουθώντας το πνεύμα του Δαμιανού, κατέληξα στο Μοναστηράκι να ψάχνω στα φτηνομάγαζα για τα απολύτως απαραίτητα και με αυτά έντυσα πρόσωπα και χώρους. Τα μίζερα ροζ κουρτινάκια τα βρήκα σ' ένα μαγαζί τέρμα στη Μητροπόλεως που πουλούσε νάυλον υφάσματα με το μέτρο. Οι λογής-λογής πούλιες και τα στραφταλιστά μπιχλιμπίδια δεν είχαν κατακλύσει ακόμα την αγορά. Κάπου στην ίδια περιοχή θα πρέπει να βρήκα τα μπέιμπυ-ντολ της Ευδοκίας και το κομπινεζόν της Κούλας Αγαγιώτου. Δεν θυμάμαι πια… Τα ελάχιστα έπιπλα τα έψαξα ως φτηνή απομίμηση των Σκανδιναβικών, της κυρίαρχης μόδας της εποχής. Κυριαρχούσε επίσης η φορμάικα. Η λεγόμενη «πλαστική καρέκλα του γύφτου» δεν είχε εφευρεθεί ακόμα. Με τις σκηνές του στρατού δεν ανακατεύτηκα…
Ξαναβλέποντας την Ευδοκία στην τηλεόραση αναγνωρίζω την προφητική εικόνα της παραβατικής Ελλάδας του «αυθαίρετου», του «τσαμπουκά», του «δήθεν», που μεταλλάχθηκε σε μεζονέτα και αμάξι 4×4.
Η αγαπημένη φράση του Δαμιανού από την ταινία ήταν: «Για τα φαρμάκια που με πότισες!» όταν η Ευδοκία καταπίνει τα γυαλιά απ' το σπασμένο ποτήρι στην ταβέρνα. Ο Δαμιανός αγάπησε μια άλλη Ελλάδα, μια λαϊκή κουλτούρα που πίστευε ότι υπάρχει, με τα καλά της και τα στραβά της, εξιδανικεύοντάς την ως ένα βαθμό. Ίσως μάλιστα να επηρέασε και τη δική μου ζωγραφική σε μια ενότητα που ξεκίνησα τέλη του '70 και που ονόμασα ΤΟΠΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ.
Φεβρουάριος 2014
Υποσημειώσεις
(1) Το πώς ξεκίνησε εξιστορείται από τον Γιώργο Σταμπουλόπουλο στο βιβλίο Οι ταινίες που αγαπήσαμε, Εκδόσεις Ερωδιός, σελ.79.